-
1 ανθυγιεινός
η, ό[ν]1) нездоровый, вредный для здоровья; 2) антисанитарный -
2 ανθυγιεινός
-
3 ανθυγιεινός
[антигиинос] εκ. неполезный для здоровья, антигигиенический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανθυγιεινός
-
4 ανθυγιεινός
[антигиинос] επ неполезный для здоровья, антигигиенический. -
5 ανθυγιεινός
malsain -
6 антисанитарный
ανθυγιεινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антисанитарный
-
7 негигиеничный
ανθυγιεινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > негигиеничный
-
8 malsain
ανθυγιεινός -
9 вредный
вредный βλαβερός, κακός επικίνδυνος (опасный) \вредныйая привычка η κακή συνήθεια \вредный для здоровья ανθυγιεινός* * *βλαβερός, κακός; επικίνδυνος ( опасный)вре́дная привы́чка — η κακή συνήθεια
вре́дный для здоро́вья — ανθυγιεινός
-
10 нездоровый
нездоровый 1) αδιάθετος·я \нездоровыйв είμαι αδιάθετος 2) (вредный) νοσηρός, ανθυγιεινός" \нездоровый климат το ανθυγιεινό κλίμα* * *1) αδιάθετοςя нездоро́в — είμαι αδιάθετος
2) ( вредный) νοσηρός, ανθυγιεινόςнездоро́вый кли́мат — το ανθυγιεινό κλίμα
-
11 вредный
1. (причиняющий вред) βλαβερός, επιβλαβής 2. (об условиях работы) ανθυγιεινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вредный
-
12 антисанитарный
антисанитарныйприл ἀνθυγιεινός. -
13 вредный
вредн||ыйприл βλαβερός, ἐπιβλαβής, κακός/ νοσηρός, ἀνθυγιεινός (для здоровья)/ ἐπικίνδυνος (о человеке):\вредныйая привычка ἡ κακή συνήθεια· \вредныйое производство ἡ ἀνθυγιεινή δουλειά. -
14 негигиеничный
негигиеничныйприл ἀνθυγιεινός. -
15 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
16 insanitary
(so dirty as to be a danger to health: living in crowded, insanitary conditions.) ανθυγιεινός -
17 unhealthy
1) (not healthy: He is fat and unhealthy - he doesn't take enough exercise.) ανθυγιεινός/ ασθενικός2) (dangerous: The situation was getting unhealthy.) νοσηρός, επικίνδυνος•- unhealthiness -
18 антисанитарный
[αντισανιτάρνυϊ] επ. ανθυγιεινός -
19 негигиеничный
[νιγκιγκηνίτσνυϊ] εκ. ανθυγιεινός -
20 антисанитарный
[αντισανιτάρνυϊ] επ ανθυγιεινός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανθυγιεινός — ή, ό μη υγιεινός, επιβλαβής για την υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υγιεινός. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας Γεώργιο Βάφα (1850 1911)] … Dictionary of Greek
ανθυγιεινός, -ή — ό αυτός που βλάφτει στην υγεία: Το κλίμα της περιοχής αυτής είναι ανθυγιεινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλιότοπος — ο άθλιος, ελεεινός τόπος (άγονος, φτωχός ή ανθυγιεινός), δύσβατος τόπος, κακοτοπιά … Dictionary of Greek
ανεμοφθορία — η (Α ἀνεμοφθορία) η φθορά που προκαλείται στις καλλιέργειες από ανέμους αρχ. βαριά, λοιμώδης νόσος την οποία προκαλεί ανθυγιεινός αέρας … Dictionary of Greek
ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
δυσάερος — δυσάερος, ον (Α) 1. (για χώρο) που έχει νοσηρό, βλαβερό αέρα 2. (για ατμόσφαιρα) ανθυγιεινός … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… … Dictionary of Greek