Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δῑφήτωρ

См. также в других словарях:

  • διφήτωρ — διφήτωρ, ο, η 1. αυτός που ερευνά 2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» αλιείς, δύτες β) «χρυσοῡ διφήτορες» χρυσοθήρες …   Dictionary of Greek

  • τοιχοδιφήτωρ — ορος, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + διφήτωρ «αυτός που αναζητά»] …   Dictionary of Greek

  • διφήτορες — δῑφήτορες , διφήτωρ a searcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφήτορι — δῑφήτορι , διφήτωρ a searcher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»