Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βυθῶν

См. также в других словарях:

  • βυθῶν — βυθάω strike deep pres part act masc voc sg βυθάω strike deep pres part act neut nom/voc/acc sg βυθάω strike deep pres part act masc nom sg (attic epic ionic) βυθάω strike deep pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) βυθός the depth… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • βαθυμετρία — Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρογραφία — η το σύνολο τών επιστημών και τεχνών που ασχολούνται με μετρήσεις και απεικονίσεις τμημάτων ή τού όλου τής γήινης επιφάνειας, τού υπεδάφους και τών βυθών …   Dictionary of Greek

  • διφήτωρ — διφήτωρ, ο, η 1. αυτός που ερευνά 2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» αλιείς, δύτες β) «χρυσοῡ διφήτορες» χρυσοθήρες …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόδισκος — ο ζωολ. ακτινόζωο τών μεγάλων θαλάσσιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατιν. heliodiscus < helio (πρβλ. ήλιο *) + discus (πρβλ. δίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • θαυματολαμπάς — η ζωολ. γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων τών μεγάλων ωκεάνιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thaumatolampas < thaumato (πρβλ. θαύμα, τος) + lampas (πρβλ. λαμπάς)] …   Dictionary of Greek

  • σόντα — η, Ν 1. καθετήρας 2. (στους ναυτικούς) βυθομετρικό όργανο, σκαντάγιο 3. δειγματολήπτης θαλάσσιου βυθού 4. όργανο με το οποίο γίνονται δειγματοληψίες στο βάθος τών σάκων διαφόρων προϊόντων, ιδίως σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonda «όργανο για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»