-
1 βυθών
βυθάωstrike deep: pres part act masc voc sgβυθάωstrike deep: pres part act neut nom /voc /acc sgβυθάωstrike deep: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)βυθάωstrike deep: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)βυθόςthe depth: masc gen pl -
2 βυθῶν
βυθάωstrike deep: pres part act masc voc sgβυθάωstrike deep: pres part act neut nom /voc /acc sgβυθάωstrike deep: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)βυθάωstrike deep: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)βυθόςthe depth: masc gen pl -
3 σάλος
σάλος, ὁ, jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres, πόντου σάλος Eur. Hec. 28, πόντιος I. T. 1443, wie Ar. Th. 872; ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς, Soph. Phil. 271. Dah. übertr., πόλις ἀνακουφίσαι κάρα βυϑῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit, Soph. O. R. 24. – Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt, σάλος ἐπ' ἀγκύρας ὑπόκειται τοῖς ναυτιλλομένοις, D. Sic. 3, 44; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt, πολισμάτιον ἀλίμενον μέν, σάλους δὲ ἔχον, Pol. 1, 53, 10; – und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Uebelkeit, καρηβαρεῖν ὑπὸ σάλου, Luc. Hermot. 28. – Uebertr., Unruhe, Erschütterung, τὰ μὲν δὴ πόλεος πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρϑωσαν πάλιν, Soph. Ant. 163, in welchem Sinne Alcman bei Apoll. Dysc. auch das Wort als neutr. braucht, καὶ τῆνος ἐν σάλεσιν πολλοῖς ἥμενος.
-
4 μηρύω
μηρύω, ziehen, VLL. erkl. συνειλέω, τὰ ἱστία συνάγω, ἀναλέγομαι. – Gew. med. zusammenziehen, zusammenwickeln; νεὸς ἱστία μηρύσαντο, Od. 12, 170, sie wickelten die Segel zusammen; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, Soph. frg. 690, sie lichteten die Anker; ἄρμενα μηρύοντο, Ap. Rh. 4, 889; μηρύσασϑε διάβροχα πείσματα ναῦται, Antp. Sid. 37 (X, 2); μηρύεσϑε σχοίνους, Satyr. 5 (X, 5); auch μηρύσασϑαι ἀπὸ βυϑῶν, mit der Angel od. dem Netze aus der Tiefe ziehen, Opp. Cyn. 1, 50; λίνον, den Faden aufwickeln, Luc. Hermot. 47. – Beim Weben den Einschlagsfaden in den Aufzug od. die Kette einweben, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασϑαι, Hes. O. 540. Auch die Wolle zupfen u. dadurch zum Spinnen vorbereiten, dah. Eust. μαρύ-εσϑαι auch durch κλώϑειν erkl.; – κισσὸς μηρύεται περὶ χείλη, zieht sich um die Ränder, Theocr. 1, 29.
-
5 δῑφήτωρ
-
6 ἀπο-μηρύομαι
ἀπο-μηρύομαι, ab-, herausziehen, ἰχϑὺν βυϑῶν ἀπομηρύσασϑαι Opp. Cyn. 1, 50.
-
7 ἀνα-κουφίζω
ἀνα-κουφίζω, 1) emporheben, κάρα βυϑῶν Soph. O. R. 25; δέμας Eur. Or. 218; πρὸς τὰ τείχη, auf die Mauer, Plut. Sert. 14; ἑαυτόν, sich hinauf schwingen, Xen. equ. 7, 2. – 2) erleichtern; pass., sich erleichtert fühlen, ἀνεκουφίσϑην δέμας Eur. Hipp. 1392; wieder Hoffnung schöpfen, Xen. Hell. 5, 2, 19.
-
8 ανακουφιζω
1) поднимать(κάρα βυθῶν Soph.; δέμας τινός Eur.; τινὰ πρὸς τὰ τείχη Plut.)
ἀ. ἑαυτὸν εἰς τέν ἀνάβασιν Xen. — вскакивать на лошадь2) ( о воздухе) держать на поверхности(τὸν ἀσκόν Arst.)
3) pass. (тж. act. ἀ. ἑαυτόν Plut.) чувствовать облегчениеἀνεκουφίσθην δέμας Eur. — мне легче;
ἀκούσας ταῦτα ἀνεκουφίσθη Xen. — услышав это, он воспрянул духом -
9 βυθός
βῠθός, ὁ,b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ;ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24
; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph. 783;καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA 619a7
, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib. 622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib. 537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of.., Hp.Praec.7;ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117
;εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm. 130d
;ἀθεότητος Plu.2.757c
; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr. 106, 205. -
10 διφήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφήτωρ
-
11 μηρύομαι
A draw up, furl,ἱστία μηρύσαντο Od.12.170
, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr. 761;μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50
; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5.2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op. 538.3 in [voice] Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29.II [voice] Act. is found in [tense] pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηρύομαι
-
12 σάλος
A tossing motion, of an earthquake,χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
; esp. rolling swell of the sea, πόντου σ., πόντιος ς., Id.Hec.28, IT 1443: pl., πόντιοι ς. Id.Or. 994 (lyr.).2 open roadstead, roads, opp. a harbour, ἐν σάλῳ στῆναι, = σαλεύειν 11.2;ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Plb.1.53.10
;οὔτε λιμὴν οὔτε σ. ἐπ' ἀγκύρας D.S.3.44
, cf. Agatharch.92, Peripl.M.Rubr.7 (pl.), 55.II of ships or persons in them, tossing on the sea,ἐκ πολλοῦ σ. εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς S. Ph. 271
;σάλον εἶχεν ἡ θάλασσα Plu.Luc.10
; καρηβαρεῖν ὑπὸ ς. Luc. Herm.28;ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαντα Id.Tox.19
: metaph. of the ship of the state,τὰ μὲν δὴ πόλεος θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
;πόλις.. σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίον σάλου Id.OT24
;ἐν σάλῳ πόλις γενομένη Lys.6.49
; ἔσχε.. ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ ς. began to waver, Plu.Alex.32, cf. Aem.18; cf.σαλεύω 11.1
. -
13 ἀνακουφίζω
A lift or raise up, S.Fr.23;ἀ. δέμας E.Or. 218
; ἑαυτὸν εἰς ἀνάβασιν, of a horseman mounting, X.Eq.7.2; of the ship of state,ἀ. κάρα βυθῶν S.OT23
;ὁ ἀὴρ ἀ. τὸν ἀσκόν Arist.Pr. 939a35
:—[voice] Pass., feel lightened or lifted up,ἀνεκουφίσθην δέμας E.Hipp. 1392
; to be relieved in mind, X.HG5.2.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακουφίζω
-
14 ἀπομηρύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομηρύομαι
-
15 μηρύω
μηρύω, ziehen; zusammenziehen, zusammenwickeln; νεὸς ἱστία μηρύσαντο, sie wickelten die Segel zusammen; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, sie lichteten die Anker; μηρύσασϑαι ἀπὸ βυϑῶν, mit der Angel od. dem Netze aus der Tiefe ziehen; λίνον, den Faden aufwickeln. Beim Weben den Einschlagsfaden in den Aufzug od. die Kette einweben. Auch die Wolle zupfen u. dadurch zum Spinnen vorbereiten; κισσὸς μηρύεται περὶ χείλη, zieht sich um die Ränder -
16 σάλος
σάλος, ὁ, jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres. Dah. übertr., πόλις ἀνακουφίσαι κάρα βυϑῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit. Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Übelkeit. Übertr., Unruhe, Erschütterung -
17 δῑφάω
δῑφάωGrammatical information: v.Meaning: `search after' (Π 747)Other forms: only present except δ[ε]ιφήσαντες ψηλαφήσαντες H. Also διφέω (AP).Derivatives: διφαλέος `searching' ( Hymn. Is. 10), διφήτωρ ( βυθῶν) `who explores (the depths)' (Opp.), ἀστρο-δίφης `astronomer' (Herod.). Denomin. διφαδεύ\<σ\> ει ἐξελεῖται H., from *διφάς?; cf. φυγαδεύειν: φυγάς. δίφας `a snake' (Artemid. 2, 13), δίφα\<ν\> τὸν ὄφιν. Κρῆτες H. ( δίφατον ὄφιν cod.; corr. Salm.), "scil. a rimas scrutando appellatus" (Latte ad loc.); also δίβαν ὄφιν. Κρῆτες H.; cf. the name of snakes παρείας and the other names of animals in -ᾱς, - ης in Chantr. Form. 30f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etym. δίφα\<ν\> is uncertain; Fur. 325 argues to maintain δίφατον. δίβαν can have normal β for φ [wrong DELG: `fautif'], which would confirm that the word is Pre-Greek. Fur. 315, 355 connects δέφω, for which I see semantically no basis. Uncertain δίφακος (s.v.)Page in Frisk: 1,400Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δῑφάω
См. также в других словарях:
βυθῶν — βυθάω strike deep pres part act masc voc sg βυθάω strike deep pres part act neut nom/voc/acc sg βυθάω strike deep pres part act masc nom sg (attic epic ionic) βυθάω strike deep pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) βυθός the depth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek
βαθυμετρία — Κλάδος της ωκεανογραφίας που ασχολείται με τη μέτρηση του βάθους των ωκεανών, των θαλασσών και των λιμνών. Οι σχετικές συστηματικές έρευνες προσπαθούν επίσης να προσδιορίσουν –κατά το δυνατόν λεπτομερέστερα– και τη μορφολογία των πυθμένων. Αυτός… … Dictionary of Greek
γεωμετρογραφία — η το σύνολο τών επιστημών και τεχνών που ασχολούνται με μετρήσεις και απεικονίσεις τμημάτων ή τού όλου τής γήινης επιφάνειας, τού υπεδάφους και τών βυθών … Dictionary of Greek
διφήτωρ — διφήτωρ, ο, η 1. αυτός που ερευνά 2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» αλιείς, δύτες β) «χρυσοῡ διφήτορες» χρυσοθήρες … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… … Dictionary of Greek
ηλιόδισκος — ο ζωολ. ακτινόζωο τών μεγάλων θαλάσσιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατιν. heliodiscus < helio (πρβλ. ήλιο *) + discus (πρβλ. δίσκος)] … Dictionary of Greek
θαυματολαμπάς — η ζωολ. γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων τών μεγάλων ωκεάνιων βυθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thaumatolampas < thaumato (πρβλ. θαύμα, τος) + lampas (πρβλ. λαμπάς)] … Dictionary of Greek
σόντα — η, Ν 1. καθετήρας 2. (στους ναυτικούς) βυθομετρικό όργανο, σκαντάγιο 3. δειγματολήπτης θαλάσσιου βυθού 4. όργανο με το οποίο γίνονται δειγματοληψίες στο βάθος τών σάκων διαφόρων προϊόντων, ιδίως σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonda «όργανο για… … Dictionary of Greek