-
1 φυγάς
φυγάς, άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; πτηνῶν ἀγέλας τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας ϑήσομεν Eur. Ion 109; – Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener, zuerst bei Her. 8, 65, u. oft bei den Attikern; Aesch. Ag. 1255 Ch. 928 u. öfter; Soph. ἐκτὸς οἴκων κἀπὶ γῆς ἄλλης φυγὰς ἀπώλου El. 1125; εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεϑα O. R. 309, u. öfter; ἤλασέν μ' ἀπ' οἴκων φυγάδα Eur. Gr. 763, u. öfter; Thuc. 6, 92; φυγάδας ἐντεῦϑεν ἐποίησεν Lys. 13, 64; φυγάδα ποιεῖν τῆς πατρίδος Plat. Alc. II, 145 b; φυγὰς πάσης χώρας Xen. Hell. 4, 1,7; παρά τινος, Ueberläufer, Cyr. 6, 3,11; auch c. acc., wie φεύγων, Plat. Legg. IX, 855 c.
-
2 φυγας
1) бегущий, т.е. беглый, беглец (беглянка)φ. πρόδρομος Soph. — опрометью бегущий (убегающий);
φυγάδας θεῖναί τινας Eur. — обратить в бегство (разогнать) кого-л.2) перебежчикφ. παρά τινος Xen. — перебежчик от кого-л.;
ὑπερόριος φ. Plat. — бежавший за границу3) изгнанник (изгнанница) Her., Trag.Ταρεντῖνος φ. Her. — изгнанник из Тарента;
φυγάδα ποιεῖν τινα τῆς πατρίδος Plat. — добиться чьего-л. изгнания из отечества;φ. ἐξ Ἀθηνῶν Xen. — изгнанный из Афин;φ. ἀπ΄ οὐρανοῦ θεός Aesch. — изгнанный с неба бог -
3 φυγάς
φυγάς, άδος 1. беглец; 2. изгнанник -
4 φυγάς
-
5 φυγᾶς
-
6 φυγάς
φυγάςone who flees: masc /fem nom sgφυγά̱ς, φυγήflight: fem acc pl -
7 φυγάς
φυγάς, άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener; παρά τινος, Überläufer -
8 φυγάς
(-άδος) ο, η1) бегл|ец, -янка; 2) бежен|ец, -ка; эмигрант, -ка; 3) дезертир -
9 φυγάς
[фигас] ουσ. а. беглец, изгнанник, ссыльный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυγάς
-
10 φυγάς
[фигас] ουσ α беглец, изгнанник, ссыльный. -
11 φυγάς
A one who flees from his country, either voluntarily, runaway, fugitive, or by legal sentence, exile, Hdt.1.150, 3.138, etc.;ἐξεκηρύχθην φ. S.OC 430
; ἐξελήλαμαι φ. ib. 1292;φ. πάσης τῆς χώρας X.HG4.1.7
;τῆς πατρίδος Pl.Alc.2.145b
;ἀνθρώπων Plu.Ant.69
;φ. τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας Th. 6.92
; φ. ἐξ Ἤλιδος, ἐκ Λαρίσης, X.HG3.2.29, 6.4.34;φυγάδ' ἀπ' οὐρανοῦ θεόν A.Supp. 214
;φ. ἐξ Ἀθηνῶν ὑπὸ Ἀθηναίων X.HG1.5.19
; φ. παρ' ὑμῶν a deserter from.., Id.Cyr.6.3.11;ἔνθεν.. εἰμὶ φ. Id.An. 5.6.23
;τοὺς δὲ φ. ἐντεῦθεν ἐποίησε Lys.13.64
, cf. X.HG4.1.40; κατάγειν φυγάδας to restore them, Hdt.5.31; φ. καθεῖναι, καταδέχεσθαι, X.HG2.2.20, 5.2.10: prov., ;αἱ φ. πύλαι D.H.1.46
; μηδένα εἶναι.. ὑπερορίαν φυγάδα, is dub. in Pl.Lg. 855c.II of an army, put to flight,S.Ant. 108 (lyr.). -
12 φυγάς
fugitif -
13 φυγάς
1) przelotny przym.2) uciekinier (m) rzecz.3) zbieg (m) rzecz. -
14 φυγάς
1) prchavý2) uprchlík3) uprchlý4) utečenec -
15 φυγάς
1) fugitive2) outlawΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φυγάς
-
16 φυγάς,-άδος
ὁ N 3 1-0-1-1-6=9 Ex 23,27; Is 16,4; Prv 28,17; 2 Mc 4,26; 5,7fugitive (of an outcast or runaway) Is 16,4; id. (of a routed enemy) Ex 23,27 Cf. WEVERS 1990, 374 -
17 συμ-φυγάς
-
18 fugitif
φυγάς -
19 prchavý
φυγάς -
20 uprchlý
φυγάς
См. также в других словарях:
φυγάς — one who flees masc/fem nom sg φυγά̱ς , φυγή flight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek
φυγᾶς — φυγή flight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδα — φυγάς one who flees masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδας — φυγάς one who flees masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδες — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδεσσιν — φυγάς one who flees masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδι — φυγάς one who flees masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδος — φυγάς one who flees masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδων — φυγάς one who flees masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)