-
1 δίδυμος
Grammatical information: adj.Meaning: `double', subst. pl. `twins' (Il.), `testicles' (LXX).Dialectal forms: Myc. Didumo \/Didumōi\/ PN.Derivatives: διδυμᾱ́ονε du., dat. pl. - οσιν `twins' (Hom.), in Nonn. in plur. and sing. as adj. = δίδυμος; lengthened δίδυμος after ὀπάων (Chantr. Form. 163, Schwyzer 521); διδύμιος = δίδυμος ( Sammelb. 1068); διδύμια, διδυμαῖα pl. medic. `testicles etc.' (Hp.); διδυμωτός `forked' (Cyran.); Διδυμών month name in Alexandria (Ptol.). - διδυμότης `duality' (Pl.). - Denomin. διδυμεύω `bear twins' (LXX). - διδυμᾱ-τόκος, - η- `bearing twins' (Theoc.) with compositional (metrical) lengthening for διδυμο-τόκος (Arist.), from which διδυμη-τοκέω (- ο-).Origin: IE [Indo-European] [228] *du̯i-du-Etymology: Reduplication from δύο with μο-suffix ( ἔτυμος); cf. ἀμφί-δυμος `double' (δ 847). Analogical formations like τρί-δυμος (D. H.) show that δίδυμος was connected at least later with δίς `twice'. - Cf. also Gonda Reflexions on the numerals "one" and "two" 48.Page in Frisk: 1,387Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίδυμος
-
2 δίδυμος
δίδυμος, η, ον, auch 2 Endgn, αἱ δίδυμοι, Pind. P. 4, 209, wie Plat. Legg. III, 691 d; doppelt, zweifach; von δύο mit Reduplication? oder von δι- (δίς δύο) und δύεσϑαι, vgl. ἀμφίδυμος, νήδυμος? Bei Homer zweimal: Iliad. 23, 641 von den Aktorionen οἱ δ' ἄρ' ἔσαν δίδυμοι' ὁ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ', ὁ δ' ἄρα μάστιγι κέλευεν, d. h. sie waren zusammengewachsen, ein Doppelleib; Scholl. vs. 638. 639 Ἀρίσταρχος δὲ διδύμους ἀκούει οὐχ οὕτως ὡς ἡμεῖς ἐν τῇ συνηϑείᾳ νοοῠμεν, οἷοι ἦσαν καὶ οἱ Διόσκουροι, ἀλλὰ τοὺς διφυεῖς, δύο ἔχοντας σώματα, Ἡσιόδῳ μάρτυρι χρώμενος, καὶ τοὺς συμπεφυκότας ἀλλήλοις. οὕτως γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ' αὐτῶν σαφηνίζεσϑαι ἄριστα; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 26 Διδυμάονε δίδυμοι ἀδελφοὶ οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν. οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται. Vgl. s. v. Διδυμάων u. s. Lehrs Aristarch. p. 179. Odyss. 19, 227 αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι; auch diese Stelle erklärte man im Alterthum analog der Stelle Iliad. 23, 641, δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί, Scholl. διδύμοισι: διπλαῖς, ἢ συμφυέσι περόναις. – Folgende: χερὶ διδύμᾳ Pind. p. 2, 9, u. öfter; Plat. Tim. 77 d u. sonst; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder, Pind. N. 1, 36, wie ἀδελφός, Dem. 25, 79; so oft bei Att.; γενέσεις διδύμους γεννησάμενος Plat Critia. 113 e; auch δίδυμα, Arist. H. A. 7, 4. – Bei Galen. u. Philodem. 8 (v, 126) sind οἱ δίδυμοι die zwei Hoden.
-
3 δίδυμος
δίδυμοςdouble: masc nom sgδίδυμοςdouble: masc /fem nom sg -
4 δίδυμος
δίδυμος, η, ον, doppelt, zweifach; δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder; οἱ δίδυμοι, die zwei Hoden -
5 διδυμος
I3 и 21) двойной, парный(αὐλοί Hom.; τὸ ἀριστερὸν καὴ δεξιὸν δίδυμα Arst.)
χερὴ διδύμᾳ Pind. — обеими руками, но διδύμαιν χειροῖν Soph. руками двух соучастников;διδύμη ἅλς Soph. — оба моря, т.е. Понт и Боспор;γενέσεις δίδυμοι Plat. — двойня2) двойственный, двоякий(φύσις Arst.). - см. тж. δίδυμα
IIὅ1) (тж. δ. κασίγνητος Pind.) близнец (из двойни)δίδυμοι Hom. и δύο διδύμω Eur. — братья-близнецы;
οἱ Δίδυμοι (тж. Διόσκοροι) Arst. — созвездие Близнецов2) pl. τεστιγυμι Arst. -
6 Διδυμος
ὁ Дидим (александрийский грамматик I в. до н.э.) Plut. -
7 Δίδυμος
Δίδυμοςdouble: masc nom sg -
8 δίδυμος
1 twin1 lit., of twin children, esp. Apollo and Artemis. σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (v. 1. διδύμοισι) O. 3.35ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4
ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15
of Herakles and Iphikles:τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.86
διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ Iphikles N. 1.36 of Thebe and Aigina:πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται I. 8.17
of Echion and Erytos:πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178
2 met., two, double, twin βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν at Olympia O. 5.5οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον. τότ' αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.65
τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (pr.: i. e. at both ends of the temple) O. 13.21 ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς ἀγλάεντα τίθησι κόσμον (ἀμφοτέραις αὐτῆς ταῖς χερσί. Σ.) P. 2.9τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ' ἀέθλων P. 3.72
αἰχμαῖσιν διδύμαισιν (cf. Fraenkel on Aga. 643) P. 4.79 δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πετραί: the Symplegades) P. 4.209 ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος i. e. the task of praising Alkimidas and Melesias N. 6.57 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (at Nemea and the Isthmos) I. 3.9 δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον (sc. Τύχα. cf. διπλόος. turning two ways, treacherous,) fr. 40. ] διδύμαις P. Oxy. 2622, fr. 1. 6 ad? fr. 346. -
9 δίδυμος
δίδῠμος [ῐ], η, ον, also ος, ον v.l. in Pi.P.4.209, E.HF 656 (lyr.), Pl.Criti. 113e:—redupl. from δύο,A double, twofold, Od.19.227, etc.;διδύμαιν χειροῖν S.El. 206
(lyr.): also in sg., χερὶ διδύμᾳ with both hands, Pi.P.2.9; δ. ἅλς, i. e. the Pontus and Bosporus, S.Ant. 967 (lyr.);δ. γένος AP7.72
(Men.);δ. ξύλον
forked, Jo.8.29; τὸ γλυκύ μοι δ., of a wife, IG14.1974.III Subst., twins,Il.
23.641, Hdt.5.41: of the Twins in the zodiac, Eudox. ap. Hipparch.1.2.8, Arat.147, IG14.1307; also δίδυμα, τά, Hdt. 6.52;δύο διδύμω E.Or. 1401
(lyr.).3 ovaries, Herophil. l. c., Sor.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίδυμος
-
10 δίδυμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δίδυμος
-
11 Δίδυμος
Δίδυμος, ου, ὁ Didymus (as a name e.g. OGI 519, 8; 736, 27; SEG XLI, 1648; IKourion 139, 12; 29; POxy 243, 4 and 46; 251, 1; 255, 2; 263, 8 al.; PFay 16), lit. twin, Greek name of the apostle Thomas (תְּאֹם=twin) J 11:16; 20:24; 21:2.—M-M. -
12 Δίδυμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δίδυμος
-
13 Δίδυμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δίδυμος
-
14 δίδυμος
-
15 Δίδυμος
Близнец (прозвище ап. Фомы).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δίδυμος
-
16 Δίδυμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δίδυμος
-
17 δίδυμος
-η,-ον + A 3-1-0-2-0=6 Gn 25,24; 38,27; Dt 25,11; Jos 8,29; Ct 4,5 -
18 δίδυμος
jumeau -
19 διδύμω
δίδυμοςdouble: masc /neut nom /voc /acc dualδίδυμοςdouble: masc /neut gen sg (doric aeolic)δίδυμοςdouble: masc /fem /neut nom /voc /acc dualδίδυμοςdouble: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————δίδυμοςdouble: masc /neut dat sgδίδυμοςdouble: masc /fem /neut dat sg -
20 δίδυμον
δίδυμοςdouble: masc acc sgδίδυμοςdouble: neut nom /voc /acc sgδίδυμοςdouble: masc /fem acc sgδίδυμοςdouble: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δίδυμος — double masc nom sg δίδυμος double masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίδυμος — double masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
δίδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε στην ίδια γέννα μαζί με άλλον: Δίδυμα αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… … Dictionary of Greek
Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της … Dictionary of Greek
Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… … Dictionary of Greek
διδύμω — δίδυμος double masc/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/neut gen sg (doric aeolic) δίδυμος double masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμον — δίδυμος double masc acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg δίδυμος double masc/fem acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδύμων — δίδυμος double fem gen pl δίδυμος double masc/neut gen pl δίδυμος double masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδύμοιο — δίδυμος double masc/neut gen sg (epic) δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)