-
1 δυσορνις
- ῑθος adj.1) предвещающий беду, зловещий(οἰωνός Eur.)
2) отмеченный дурными предзнаменованиями, роковой(ξυναυλία δορός Aesch.; ὑπατικαὴ ψηφοφορίαι Plut.)
-
2 δύσορνις
δύσορνιςboding ill: masc /fem nom sg -
3 δύσορνις
A = δυσοιώνιστος, boding ill, Id.Th. 838 (lyr.), E.Hipp. 757 (lyr.); with ill auspices, Plu.Marc.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσορνις
-
4 δυσόρνιθας
δύσορνιςboding ill: masc /fem acc pl -
5 συναυλία
A concert of lyre and flute, S.Fr.60, Ath.14.617f (prob. from Ephipp.7); symphony of flutes, Poll.4.83, Sch.Ar.Eq.9, Hsch.: generally, instrumental music, concert, opp. μονῳδία, Pl.Lg. 765b;σ. ᾄδειν Antiph.47.1
; ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον to sob or whimper one of Olympus' pieces in concert, Ar.Eq.9.2 metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle, of the single combat of the brothers, A.Th. 839 (lyr.);σ. θρήνου Philostr.Im.1.11
;πένθους Lib.Or.61.20
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναυλία
См. также в других словарях:
δύσορνις — δύσορνις, ο, η (Α) 1. αυτός που φέρνει κακούς οιωνούς («δύσορνις ξυναυλία δορός», Αισχ.) 2. αυτός που γίνεται με κακούς οιωνούς («δυσόρνιθας γεγονέσθαι τὰς τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
δύσορνις — boding ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρνιθας — δύσορνις boding ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek