Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δυσοιώνιστος

См. также в других словарях:

  • δυσοιώνιστος — δυσοιώνιστος, ον (Α) ο δυσοίωνος …   Dictionary of Greek

  • δυσοιώνιστος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοιώνιστον — δυσοιώνιστος masc/fem acc sg δυσοιώνιστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοιωνίστου — δυσοιώνιστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοιωνίστων — δυσοιώνιστος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοιώνιστα — δυσοιώνιστος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσοιώνιστοι — δυσοιώνιστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»