-
1 πτυχός
πτύξlayer: fem gen sg -
2 πολύ-πτυχος
πολύ-πτυχος, mit vielen Falten, mit vielen Krümmungen, Schluchten, Thälern; Ὄλυμπος, Il. 8, 411. 20, 5; Hes. Th. 113; Ἴδη, Il. 21, 449. 22, 171; Hes. Th. 1010; Φωκέων χϑών, Eur. I. T. 677; – mit vielen Tafeln, Blättern, vielfach zusammengefaltet, γραμματεῖον, Luc. am. 44.
-
3 τρί-πτυχος
τρί-πτυχος, dreifaltig, dreifach, aus drei Schichten, Lagen über einander bestehend; τρυφάλεια, Il. 11, 353; νεκροί, Eur. Phoen. 1629; τυραννίδες, Herc. Fur. 474.
-
4 τετρά-πτυχος
τετρά-πτυχος, vierfältig, Sp.
-
5 μονό-πτυχος
μονό-πτυχος, mit einer Falte, einfach, Sp.
-
6 ἀνά-πτυχος
ἀνά-πτυχος, was sich öffnen läßt, Arist. H. A. 4, 4, 2.
-
7 ἑπτά-πτυχος
ἑπτά-πτυχος, mit sieben Lagen, Eust.
-
8 ἑξά-πτυχος
ἑξά-πτυχος, mit 6 Falten, Lagen, Schol. Il. 22, 395.
-
9 πτύξ
πτύξ, ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form πτυχή, alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. πτυκτός. – Nach Poll. auch αἱ ϑύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; τάχα δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. πτυχή); ναπαίαις ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; εἶμι Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῠ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰϑέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist πτυχή am Schiffe ὅπου τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα, also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch πτυχίς.
-
10 διπτυχος
21) вдвое сложенный, дважды обернутый(ἀμφ΄ ὤμοισι λώπη Hom.)
2) двустворчатый, состоящий из двух дощечек(δελτίον Her.)
3) двойной(δῶρον θεᾶς Eur.)
4) двойственный, двоедушный(γλῶσσα Eur.)
5) pl. два, двое, оба(δίπτυχοι νεανίαι Eur.)
-
11 πολυπτυχος
-
12 πτυξ
πτῠχός ἥ (только gen., dat. πτῠχί, acc. πτύχα, а в pl.: nom. πτύχες и acc. πτύχας)1) складка(πέπλων Eur.)
2) ущелье, ложбина Pind., Soph.3) слой, ряд -
13 τριπτυχος
-
14 δεκάπτυχος
δεκᾰ-πτῠχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάπτυχος
-
15 δίπτυχος
A double-folded, doubled,δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχων.. λώπην Od.13.224
(so δίπτυχα λώπην, metaplast. acc. as if from δίπτυξ, A.R.2.32); δ. δελτίον a pair of tablets, Hdt.7.239; δ. κάτοπτρον folding mirror, BGU717.12; κωδίκιλλοι δ. ib. 326ii 15 (ii A. D.):—in the Homeric phrase δίπτυχα ποιήσαντες [ τὴν κνίσην], δίπτυχα is interpr. by Sch. BT as an Adv., having doubled the fat, i. e. putting one layer of fat under the thighs ([etym.] μηροί) and another over them, but may be acc., = fold, Il.1.461, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπτυχος
-
16 μονόπτυχος
μονό-πτῠχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόπτυχος
-
17 πολύπτυχος
A of or with many folds; esp. of mountains, with many valleys,πολυπτύχου Οὐλύμποιο Il.8.411
, cf. 20.5, Hes.Th. 113;Ἴδης ἐν κνημοῖσι πολυπτύχου Il.21.449
, cf. 22.171, etc.; χθών, of the mountainous tract of Phocis, E.IT 677; of a compress, many times folded,σπλήν Hp.Fract.8
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπτυχος
-
18 πτύξ
Aπτῠχί Il. 20.22
: pl. πτύχες, πτύχας, 7.247, al., Hes.Sc. 143, etc.: after Hom. [full] πτῠχή, ῆς, which prevails in Pi. (v. infr. 11) and Trag.; the metre requires acc. sg. πτύχα in E.Supp. 979 (lyr.), but acc. pl. πτυχάς in S.Fr. 144; in other places either πτύχας or πτυχάς will suit the metre:—poet. word, layer, plate, mostly in pl., σάκεος πτύχες plates of metal or leather, in strong shields, Il.18.481, cf. 7.247, 20.269, Hes.Sc. 143.2 fold (i.e. folded piece) of a garment, in pl., first in h.Cer. 176, then in S.Fr. 494, E.Supp. 979 (lyr.); of the entrails, κατὰ σπλάγχνων πτυχάς ib. 212;εἰς τὰς πτυχάς Arist.HA 549a17
; coats of the stomach, Gal.2.556; layers of muscles, Id.18(2).944.3 writing tablets,ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα A.Supp. 947
;γραμμάτων πτυχὰς ἔχων S.Fr. 144
;ἐν δέλτου πτυχαῖς E.IA98
, cf. IG9 (1).880.10 (Corc.).II in hilly country, folds, glens,κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο Il.11.77
; πτύχες ἠνεμόεσσαι (from the wind that rushes down narrow mountain-clefts), Od.19.432; also in sg., πτυχὶ Οὐλύμποιο, Παρνησοῖο, Il.20.22, h.Ap. 269, h.Merc. 555; πτυχαὶ Κρισαῖαι, Πίνδου, Πέλοπος, Pi.P.6.18,9.15, N.2.21; , cf. E.Supp. 757, Ba.62, Andr. 1277;Αὐλίδος κατὰ πτυχάς Id.IT 1082
, cf. 9: also of the sky, πτυχαὶ αἰθέρος, οὐρανοῦ, Id.Or. 1631, Hel.44, Ph.84: sg.,μέχρις οὐρανοῦ πτυχός Ezek.Exag.69
.III metaph., ὕμνων πτυχαί folds of song, i.e. sinuous songs, Pi.O.1.105.IV acc. pl. πτυχάς or πτύχας leaves of a folding door, metaph., ὁ κλείσας οὐρανοῦ δισσὰς π. PMag.Par.1.190; nom. πτύχες, = θύραι, σανίδες, Poll.10.24.V πτυχή, ἡ, the part of a ship on which her name was inscribed, Sch.A.R.1.1089; cf. πτυχίς. -
19 τετράπτυχος
τετρά-πτῠχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράπτυχος
-
20 τρίπτυχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίπτυχος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πτυχός — πτύξ layer fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύξ — πτυχός, ἡ, Α βλ. πτυχή … Dictionary of Greek
μονόπτυχος — μονόπτυχος, ον (Μ) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει μία μόνο πτυχή, ένα κέλυφος, μονόθυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. πολύ πτυχος] … Dictionary of Greek
πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
τετράπτυχος — η, ο / τετράπτυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί πτυχος] … Dictionary of Greek
τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… … Dictionary of Greek
три́птих — а, м. 1. иск. Композиция из трех картин, барельефов, рисунков и т. п., объединенных общей идеей, темой или сюжетом. || лит. Поэтическое произведение из трех стихотворений, отрывков и т. п., объединенных общим замыслом. 2. церк. Складная икона,… … Малый академический словарь
диптих — A сущ см. Приложение II (композиция из двух картин, рисунков и т. д., объединенных общей идеей или сюжетом; складная икона, имеющая две створки) Сведения о происхождении слова: Слово пришло в наш язык из греческого, ср. διπτυχος ‘двойной,… … Словарь ударений русского языка
триптих — A сущ см. Приложение II (композиция из трех картин, рисунков и т. д., объединенных общей идеей или сюжетом; складная икона, имеющая три створки) Сведения о происхождении слова: Слово пришло в наш язык из греческого, ср. τριπτυχος ‘тройной,… … Словарь ударений русского языка
δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… … Dictionary of Greek