Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δήμοιο

См. также в других словарях:

  • Δήμοιο — Δῆμος district masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήμοιο — δή̱μοιο , δῆμος district masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμις — και δωρ. τ. φᾱμις, ιος, ἡ, Α 1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. η γνώμη ή κρίση τού λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»