-
41 δωδεκάγωνον
δωδεκᾰ-γωνον, τό,A dodecagon, Plu.2.363a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάγωνον
-
42 δωδεκαδάκτυλος
δωδεκᾰ-δάκτῠλος, ον,A twelve fingers long or broad, Apollod.Poliorc.178.3; of twelve digits, of the apparent diameter of sun and moon, Cleom.2.3; δ. ἔκφυσις the duodenum, Herophil. ap.Gal.2.572, Ruf.Anat.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαδάκτυλος
-
43 δωδεκάδραχμος
δωδεκά-δραχμος, ον,II privileged to pay as poll-tax only twelve dr., POxy.258.8 (i A.D.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάδραχμος
-
44 δωδεκάδωρος
δωδεκά-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάδωρος
-
45 δωδεκάεδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάεδρος
-
46 δωδεκαετηρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαετηρίς
-
47 δωδεκαετία
δωδεκᾰ-ετία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαετία
-
48 δωδεκαζῴδιος
δωδεκᾰ-ζῴδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαζῴδιος
-
49 δωδεκαήμερος
δωδεκᾰ-ήμερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαήμερος
-
50 δωδεκάθεος
δωδεκᾰ-θεος, ον,A of twelve Gods, cena, Suet.Aug.70.II Subst. - [full] θεον, τό, temple of the twelve Gods, Inscr.Cos43.3 primrose, Primula acaulis. Plin. HN25.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάθεος
-
51 δωδεκάκλινος
δωδεκά-κλῑνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάκλινος
-
52 δωδεκάκρουνος
δωδεκά-κρουνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάκρουνος
-
53 δωδεκάκυκλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάκυκλος
-
54 δωδεκάκωλος
δωδεκά-κωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάκωλος
-
55 δωδεκάλινος
δωδεκά-λῐνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάλινος
-
56 δωδεκάμηνος
δωδεκά-μηνος, ον,A of twelve months,τέλος Pi.N.11.10
(but δυω- codd.): - μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. [pref] δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op. 752.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάμηνος
-
57 δωδεκαμήχανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαμήχανος
-
58 δωδεκαμναιαῖος
δωδεκα-μν<α>ιαῖος, α, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαμναιαῖος
-
59 δωδεκάμορφος
δωδεκά-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάμορφος
-
60 δωδεκάμοχθος
δωδεκά-μοχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάμοχθος
См. также в других словарях:
δώδεκα — twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek
δώδεκα- — α συνθετικό λέξεων, επιθέτων κυρίως, που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται δώδεκα φορές … Dictionary of Greek
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δώδεκα Αποστόλων, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Καρδίτσης, γνωστό και με την ονομασία Κόκκινη Εκκλησιά. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (έδρα Καρδίτσα). Ιδρύθηκε το 1940 … Dictionary of Greek
Μηναία — Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη … Dictionary of Greek
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεχ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάμισυ — δώδεκα και μισό … Dictionary of Greek
Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek