-
21 δώδεκα
1) dvanáct2) dvanáctka -
22 δώδεκα
twelveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δώδεκα
-
23 δωδεκά-γναμπτον
δωδεκά-γναμπτον τέρμα, das Ziel der Rennbahn, um welches beim Wettfahren zwölfmal herum gelenkt werden mußte, Pind. Ol. 3, 35.
-
24 δωδεκά-δελτος
δωδεκά-δελτος, von zwölf Tafeln, Sp.
-
25 Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του
– Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του• У кого что болит, тот о том и говоритИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• У кого что болит, тот о том и говоритИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώδεκα απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του
-
26 Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
• Две женщины – базар, а три – уже ярмаркаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώδεκα γυναίκες, δεκατέσσερις κουβέντες
-
27 συν-δώδεκα
συν-δώδεκα, οἱ, αἱ, τά, je zwölf, zu zwölfen, Eur. Troad. 1076.
-
28 douze
δώδεκα -
29 dvanáct
δώδεκα -
30 dvanáctka
δώδεκα -
31 twelve
δώδεκα -
32 dwanaście
δώδεκα -
33 δώδεκ'
δώδεκα, δώδεκαtwelve: indeclform (numeral) -
34 δώδεχ'
δώδεκα, δώδεκαtwelve: indeclform (numeral) -
35 δωδεκαετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαετής
-
36 δωδεκαπλάσιος
δωδεκα-πλάσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαπλάσιος
-
37 δωδεκαακτιονίκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαακτιονίκης
-
38 δωδεκάβοιος
δωδεκᾰ-βοιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάβοιος
-
39 δωδεκάβωμος
δωδεκᾰ-βωμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάβωμος
-
40 δωδεκάγναμπτος
δωδεκᾰ-γναμπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάγναμπτος
См. также в других словарях:
δώδεκα — twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεκα — (AM δώδεκα) απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων νεοελλ. για χρονολογία ή με παράλειψη τού ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [χρόνια]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFω δεκα (βλ. δύο) που… … Dictionary of Greek
δώδεκα- — α συνθετικό λέξεων, επιθέτων κυρίως, που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται δώδεκα φορές … Dictionary of Greek
δώδεκα — απόλ. αριθμ. που δηλώνει μια δεκάδα και δύο μονάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δώδεκα Αποστόλων, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Καρδίτσης, γνωστό και με την ονομασία Κόκκινη Εκκλησιά. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (έδρα Καρδίτσα). Ιδρύθηκε το 1940 … Dictionary of Greek
Μηναία — Δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Βυζαντινής Εκκλησίας, στα οποία περιέχονται οι ακολουθίες των γιορτών και της ζωής των αγίων του εκκλησιαστικού έτους, που καλύπτουν το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Τα πρώτα Μ. εκδόθηκαν στη … Dictionary of Greek
δώδεκ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώδεχ' — δώδεκα , δώδεκα twelve indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάμισυ — δώδεκα και μισό … Dictionary of Greek
Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek