-
21 βαρυδοτειρα
-
22 ολβοδοτειρα
-
23 πλουτοδοτειρα
-
24 υπνοδοτειρα
-
25 βαρυδότειρα
βᾰρῠ-δότειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυδότειρα
-
26 ζωοδοτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωοδοτήρ
-
27 θεσμοδότης
θεσμο-δότης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοδότης
-
28 καρποδότειρα
καρπο-δότειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρποδότειρα
-
29 παντοδότειρα
παντο-δότειρα, ἡ,A = πανδώτειρα, Orph.H.59.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδότειρα
-
30 πενία
A poverty, need,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; οὐλομένην π. Hes. Op. 717;στάσις πενίας δότειρα Pi.Fr.109.5
;τῇ Ἑλλάδι π. σύντροφός ἐστι,.. [ἀρετῇ] δὲ διαχρεωμένη τὴν πενίην ἀπαμύνεται Hdt.7.102
; ; π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ συγγενές (v.l. δυστυχές) E.Fr. 641 ; ἐν πενίᾳ εἶναι, γίγνεσθαι, Pl.Ap. 23c, R. 613a ;εἰς π. πολλὴν καὶ ἀπορίαν καταστῆναι And.1.144
: pl.πενίαι Isoc.8.128
, Pl.Prt. 353d, R. 618a, etc. -
31 πλουτοδοτήρ
πλουτο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, = sq., epith. of Apollo, AP 9.525.17:—fem. [suff] πλουτο-δότειρα, θεά, of Demeter, Orph.H.40.3, cf. Fr. 302, Luc.DMeretr.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλουτοδοτήρ
-
32 σεμνοδότειρα
σεμνο-δότειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνοδότειρα
-
33 ὀλβοδότειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλβοδότειρα
-
34 ὀνειροδότης
A giver of dreams, Perdrizet-Lefèbvre Les graffites grecs du Memnonion d' Abydos No.493:—fem. [suff] ὀνειρο-δότειρα, ἡ, cj. for [suff] ὀνειρο-δότιον in Poet. de herb. 42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειροδότης
-
35 ὀρθοδότειρα
ὀρθο-δότειρα διανοίης,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοδότειρα
-
36 ὑπνοδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνοδότης
-
37 βαρυδότειρα
βαρυ-δότειρα, Μοῖρα, Unglücksgeberin -
38 γεννοδότειρα
γεννο-δότειρα, Verleiherin von Nachkommenschaft, Beiname der Aphrodite -
39 θεσμοδότειρα
θεσμο-δότειρα, ἡ, Gesetzgeberin -
40 καρποδότειρα
καρπο-δότειρα, ἡ, Fruchtgeberin
См. также в других словарях:
δότειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δότειραν — δότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] … Dictionary of Greek
παντοδότειρα — η, ΝΑ (για γη) αυτή που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (πρβλ. ολβο δότειρα)] … Dictionary of Greek
υμνοδότειρα — ἡ, Α αυτή που δίνει τους ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + δότειρα (πρβλ. ζωο δότειρα)] … Dictionary of Greek
αινοδότειρα — αἰνοδότειρα (Α) αυτή που δίνει συμφορές (λέγεται στον πληθ. για τις Ερινύες). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δότειρα θηλ. τής λ. δοτὴρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
βαρυδότειρα — βαρυδότειρα, η (Α) φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] … Dictionary of Greek
ορθοδότειρα — ὀρθοδότειρα, ἡ (Α) φρ. «ὀρθοδότειρα διανοίης» αυτή που παρέχει ορθή κρίση, που δίνει ορθή διάνοια, ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek