-
1 πανδώτειρα
πανδώτειραgiver of all: fem nom /voc sg -
2 πανδώτειρα
παν-δώτειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδώτειρα
-
3 πανδώτειρα
παν-δώτειρα, ἡ, Beiname der Erde u. der Natur -
4 πανδώτειραν
πανδώτειραgiver of all: fem acc sg -
5 παντο-δότειρα
παντο-δότειρα, ἡ, = πανδώτειρα, Orph. H. 39, 3.
-
6 παντοδότειρα
παντο-δότειρα, ἡ,A = πανδώτειρα, Orph.H.59.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδότειρα
См. также в других словарях:
πανδώτειρα — giver of all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] … Dictionary of Greek
πανδώτειραν — πανδώτειρα giver of all fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)