Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δωρο-δέκτης

См. также в других словарях:

  • πομποδέκτης — ο, Ν ο δέκτης τού πομπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπός + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοδέκτης — ου, ὁ, Μ αποδέκτης χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»