-
1 δοχός
II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id. -
2 δοχός
-
3 δοχός
δοχόςcontaining: masc /fem nom sg -
4 δοχός
δοχός, aufnehmend, fassend -
5 πεπλο-δόχος
πεπλο-δόχος, das Oberkleid aufnehmend, Eust.
-
6 παντο-δόχος
παντο-δόχος, = πανδόκος, Sp.
-
7 πνευματο-δόχος
πνευματο-δόχος, Winde auf-, annehmend, Sp.
-
8 παν-δόχος
-
9 σῑτο-δόχος
σῑτο-δόχος, = σιτοδόκος, Sp.
-
10 φιλ-υπό-δοχος
φιλ-υπό-δοχος, gern gastlich aufnehmend, bewirthend, D. L. 2, 133.
-
11 χολη-δόχος
χολη-δόχος, die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
-
12 χολο-δόχος
χολο-δόχος, = χοληδόχος.
-
13 ψυχρο-δόχος
ψυχρο-δόχος, Kaltes in sich aufnehmend, οἶκος, Luc. Hipp. 7, das Zimmer, wo man sich in kaltem Wasser badet.
-
14 κρεω-δόχος
κρεω-δόχος, = κρειοδόκος, VLL.
-
15 κρεο-δόχος
κρεο-δόχος, = κρειοδόκος; ἀγγεῖον Schol. Il. 9, 206.
-
16 ζωο-δόχος
ζωο-δόχος, das Leben aufnehmend, Sp.
-
17 καπνο-δόχος
καπνο-δόχος, den Rauch auffangend?
-
18 κοπρο-δόχος
κοπρο-δόχος, ἡ, dasselbe, Phot.
-
19 κηρο-δόχος
κηρο-δόχος, Wachsbehälter, Hesych. Erkl. von σμῆνος.
-
20 εὐ-παρά-δοχος
εὐ-παρά-δοχος, empfänglich, τινός, für Etwas, Sp.
См. также в других словарях:
δοχός — δοχός, όν (Α) δεκτικός, χωρητικός … Dictionary of Greek
δοχός — containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχούς — δοχός containing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῶ — δοχός containing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδόχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 387 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ και κοντά στα Ιωάννινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * ο (AM ζωοδόχος, ον) 1. (κυρίως για τον τάφο τού Ιησού ή για τον ουρανό)… … Dictionary of Greek
θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… … Dictionary of Greek
θεοδόχος — και θειοδόχος, ον (AM) αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] … Dictionary of Greek
ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] … Dictionary of Greek
καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… … Dictionary of Greek
καταπιστευματοδόχος — ο (νομ.) το άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται από τον κληρονόμο ένα περιουσιακό στοιχείο, μετά από δήλωση σχετικής βουλήσεως που περιέχεται στη διαθήκη τού διαθέτη, με σκοπό να διασφαλιστεί μια απαίτησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπίστευμα( τος) + δόχος… … Dictionary of Greek