-
1 δωρειαίς
-
2 δωρειαῖς
См. также в других словарях:
δωρειαῖς — δωρειά fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δωρειαίς
2 δωρειαῖς
δωρειαῖς — δωρειά fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)