-
1 δυσχερές
δυσχερήςhard to take in hand: masc /fem voc sgδυσχερήςhard to take in hand: neut nom /voc /acc sg -
2 δυσχερης
21) трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный(θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.)
τὰ δισχερῆ Dem., Arst. — затруднительное положение;δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. — быть недовольным, раздраженным2) неприязненный, враждебный(δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.)
3) (вечно) недовольный, придирчивый, привередливый(περὴ τὰ σιτία Plat.)
-
3 δυσχερής
I of things, annoying, vexatious, ;πᾶσι θαῦμα δ. S.Ant. 254
;Ἁρπάλου ἄφιξις Din.2.5
; of actions, odious, unpopular, Isoc.12.63 ([comp] Sup.); disagreeable, Pl.Lg. 779e ([comp] Comp.); τὸ δ., = δυσχέρεια, E.Ph. 390;δυσχερὲς εἰπεῖν D.18.3
; δυσχερὲς ποιεῖσθαι to raise difficulties, Th.4.85.2 difficult, Pl.Hp.Mi. 369b ([comp] Sup.), etc.;τύχη Lys.24.6
([comp] Sup.);βίος D.60.24
; τὰ δυσχερῆ difficulties, Id.10.58, al.; καιροὶ δ. difficult times, Inscr.Prien.37.132.3 of arguments, contradictory, captious, Pl.Prt. 333d, D.20.113; τὰ δυσχερῆ difficulties in an argument or discussion, Arist.EN 1145b6, Metaph. 1067b35.II of persons, ill-tempered, unfriendly, τινί to one, S.El. 929; ;ἄτοποι καὶ δ. D.19.308
; δ. περὶ τὰ σιτία fastidious, Pl.R. 475c, cf. Arist.EE 1221b3.III Adv. δυσχερῶς, φέρειν, Lat. aegre ferre, Hp. Aph.1.25;ἀποδέχεσθαι Pl.Euthphr.6a
; δ. ἔχειν to be annoyed, ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχερής
-
4 δυσβήρης
Grammatical information: adj.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Acc. to EM syncopated from δυσβατήρης; rather directly to βῆναι after the adj. in - ήρης. Or a mistake for δυσῆρες δυσχερές Suid.? (Not with v. Blumenthal Hesychst. 3 to φέρειν as Illyrian.)Page in Frisk: 1,426Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δυσβήρης
-
5 δυστέρματον
δυσ-τέρματον· δυσχερὲς τέλος ἔχον, ἢ μὴ ἔχον τέλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστέρματον
-
6 εἰσβαίνω
A go on board a ship, mostly abs., embark, Od.9.103, Th.7.13, etc. ;ἐς [πεντηκόντερον] Hdt.3.41
: c. acc., .2 generally, enter,πρὸς κόρης νυμφεῖον εἰ. S.Ant. 1205
; ; εἰ. κακά come into miseries, S.OC 997 ;ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A. Supp. 470
; reversely,ἐμοὶ γὰρ οἶκτος.. εἰσέβη S.Tr. 298
;κἀμὲ γὰρ τὸ δυσχερὲς τοῦτ' εἰσβέβηκεν E.Hyps.Fr.5(3).20
.4 project into, PTeb.86.24 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβαίνω
-
7 περισχαδόν
περισχαδόν, applied to an actor taking the part of Perseus as a beggar ; also ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῦσι τὰς ἰσχάδας, Hsch. [full] περισχελές· δυσχερές, Id. [full] περισχέμεν, [full] περίσχεο,A v. περιέχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισχαδόν
-
8 προσεκποτέον
προσεκ-ποτέον, (as if from Προσεκπίνω)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεκποτέον
-
9 ἀκραγής
A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr. 803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές)· ἀκρόχολον AB369
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκραγής
-
10 ἀρρηνής
Grammatical information: adj.Meaning: `growling', only Theoc. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; of a dog); = ἄγριον, δυσχερές H.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,151Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρρηνής
-
11 βρακεῖν
Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Here perhaps also δυσβράκανον δυσχερές,... δυσκατανόητον H. - Since Roth KZ 19, 223 to Skt. mr̥śáti `touch, take, seize' (*mr̥ḱ-). One compares further βράψαι συλλαβεῖν, ἀναλῶσαι, κρύψαι, θηρεῦσαι and βράπτειν ἐσθίειν, κρύπτειν, ἀφανίζειν, τῳ̃ στόματι ἕλκειν, η στενάζειν as either influenced by μάρψαι or related to it (with assimilation of κ to initial μ-, giving π (Schwyzer 302). All uncertain. S. μάρπτω. - Cf. further βράκετον.. πλῆθος and βράττειν πληθύνειν, βαρύνειν H. - S. Belardi, Doxa 3, 200. S. βρόξαι.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρακεῖν
-
12 σκαπέρδα
Grammatical information: f.Meaning: name of a game at the Dionysia, at which two youngsters with the backs to each other tried to raise the other in high with a cord running through a pole (Poll. 9, 116, H.).Derivatives: σκαπερδεῦσαι (Hippon. 3, 3), after H. = λοιδορῆσαι, after Tz. An. Ox. 3, 351 (where σκαπαρδεῦσαι) = συμμαχῆσαι. From H. also: καπαρδεῦσαι μαντεύσασθαι, σκαρπαδεῦσαι κρῖναι; σκάπαρδος ὁ ταραχώδης καὶ ἀνάγωγος, λακκοσκάπερδον λακκόπρωκτον. To this: καὶ πᾶν τὸ δυσχερες σκαπέρδα λέγεται καὶ ὁ πάσχων σκαπέρδης.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: As the proper meaning of σκαπέρδα remains unknown (prop. of the cord?; cf. σκαπέρδαν ἕλκειν in Poll. and Osthoff BB 29, 267ff.), all explanations are quite hypothetic; s. Masson Hipponax 104 w. lit. -- The word with its variants is clearly Pre-Greek; Furnée 351, 393.Page in Frisk: 2,718Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκαπέρδα
См. также в других словарях:
δυσχερές — δυσχερής hard to take in hand masc/fem voc sg δυσχερής hard to take in hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоудобьныи — (11) пр. Трудный, затруднительный: не подобаѥть... еп(с)пѹ. аще не ѥдинѹ тѧжькѹ нѹжю имать. или вещь неѹдобьна множаѥ оставлѧти своѥ˫а цр҃кве. и оскрьблѧти порѹчены˫а емѹ люди. (δυσχερές) ΚΕ XII, 104б; нѣка˫а нѹжа тѧжка и вѣщь неѹдобна. КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
напастьныи — (13) пр. Бедственный, связанный с несчастьем: аще ни ѥдино˫а нѹжда тѧжьша˫а имать или вещь напастьна (δυσχερές) КЕ XII, 64а; аще схранить тѣрпѣниѥ въ скорби напастьнѣи. (ἐν ϑλίψει τοῦ πειρασμοῦ!) ПНЧ 1296, 140 об.; ѥдинъ ѡбразъ напастьныи си˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недоразоумиѥ — НЕДОРАЗОУМИ|Ѥ (2*), ˫А с. Непонимание: въ коѥижьдо ѡбласти. да приблюдаютъ ихъ [церкви] и посѣщаѥть еп(с)пъ ихъ. и еже аще недобрѣ створитисѧ в нихъ да исправълѧють... но ѥдиначе ѡставлена быша(с). [так!] за недоразѹмиѥ. или за доѹменьѥ. такова˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоудобь — (52) пр. и нар. I. Пр. нескл. Трудный, затруднительный; невозможный: аште ли неѹдобь бѹдеть таковоѥ. ли коѥа ради бѣды. ли дългости ради пѹти (δυσχερές) КЕ XII, 21б; [долготерпеливый] нѣ(с) пови||ненъ въ льстьхъ. неудобь на противленьѥ. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
δυσχερής — ές (Α δυσχερής, ές) αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, δύσκολος αρχ. 1. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί δυσφορία, ενοχλητικός («ἄλλην δ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν», Αισχ.) 2. (για πράξη) μισητός 3. δυσάρεστος, δύσκολος 4. (για… … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek
περισχελές — Α (κατά τον Ησύχ.) «δυσχερές» … Dictionary of Greek
προσδιορίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα 2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως αρχ. μέσ. προσδιορίζομαι ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ… … Dictionary of Greek
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek