Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δυστυχίας

См. также в других словарях:

  • δυστυχίας — δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem acc pl δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ιώβ — I Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που εξετάζει το ζήτημα της θεοδικίας (η κρίση του θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός ατόμου, που εκδηλώνεται, κατά τις δοξασίες πρωτόγονων λαών, με υπερφυσικά σημεία). Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι άγνωστος,… …   Dictionary of Greek

  • Σατομπριάν, Φρανσουά - Ρενέ - Ωγκύστ ντε- — (Ghateaubriand). Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός (Σαιν Μαλό 1768 Παρίσι 1848). Από παλιά οικογένεια της Βρετάνης, έζησε μοναχική και μελαγχολική παιδική και εφηβική ζωή, που τη γέμιζαν μόνο φλογερά αισθήματα και όχι συστηματικές μελέτες.… …   Dictionary of Greek

  • Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… …   Dictionary of Greek

  • άστολος — ἄστολος, ον (Α) 1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός 2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)] …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αθλιοποιός — ἀθλιοποιός, όν (Μ) ο δημιουργός δυστυχίας …   Dictionary of Greek

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογία, η (Μ) η πρόβλεψη τής ευτυχίας ή τής δυστυχίας κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»