-
1 αφικνεομαι
ион. ἀπικνέομαι1) приходить, прибывать(νῆας Hom.; δόμους Pind.; ἄστυ Aesch.; (ἐς) κλισίην, ἐπὴ κρουνούς, ποτὴ δώματα, κατὰ στρατόν, γαῖαν ὑπὸ στυγερήν Hom.; ἐπὴ τῶν νήσων Xen.)
2) доходить, достигать, попадать(εἰς ἀπορίαν Plat.; ἐς τοῦτο δυστυχίας Thuc.)
εἰς τὸ ἴσον τινὴ ἀ. Xen. — сравняться с кем-л.;ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τὸ στράτευμα νικηθῆναι Thuc. — войско чуть не было разбито;ἐς πᾶσαν βάσανον ἀ. Her. — подвергаться всяческим пыткам3) вступать(διὰ μάχης и ἐς λόγους τινί Her.)
ἑαυτῷ διὰ λόγων ἀ. Eur. — рассуждать с самим собой;ἀ. τινι ἐς ἔχθος Her. и δι΄ ἔχθρας Eur. — вступать во враждебные отношения, начать враждовать с кем-л.4) постигать(ἄλγος ἀφίκετό τινα Hom.)
5) возвращаться(εἰς πατρίδα γαῖαν Hom.)
διὰ χρόνου ἀφιγμένος Plat. — вернувшись после долгого отсутствия -
2 περας
I- ατος τό1) край, предел(πέρατα γῆς Thuc.; τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης NT.)
2) конец, окончание(τοῦ βίου Dem.; κακῶν Eur.; πάσης ἀντιλογίας NT.)
3) исполнение, осуществление(ἐλπίδος Luc.)
4) филос. конечное, ограниченность(π. καὴ ἄπειρον Plat.)
5) высшая точка, верх(δυστυχίας ἁπάσης Plut.)
II(τό) adv. наконец, в конце концов Dem., Aeschin., Lys., Polyb. -
3 εμπίπτω
(αόρ. ενέπεσα) αμετ.1) падать (куда-л.); 2) попадать;εμπίπτω εις ενέδραν (παγίδα) — попасть в западню (в ловушку);
εμπίπτω εις δυστυχίας — попасть в беду;
3) юр. подпадать под действие;τό αδίκημα εμπίπτει εις τάς διατάξεις τού νόμου — правонарушение подпадает под действие закона;
§ εμπίπτω εις σφάλμα — впадать в ошибку, совершать ошибку, оплошность
-
4 έργάτης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η1) рабо|чий, -тница;ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;
2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;έργάτες τύπου — работники печати;
οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;
έργάτης γης — батрак;
ημερομίσθιος — подёнщик;έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;
3) перен. виновник;έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;
έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;
4) мор. брашпиль -
5 συναίσθημα
τό1) чувство, (ο)сознание;συναίσθημα ευθύνης — чувство ответственности;
πατριωτικό (θρησκευτικό) συναίσθημα — патриотическое (религиозное) чувство;
έχω το συναίσθημα πώς είμαι ασφαλής — я чувствую себя в полной безопасности;
2) чувство, ощущение;συναίσθημα χαράς (λύπης, μίσους) — чувство радости (печали, ненависти);
τό συναίσθημα της δυστυχίας — чувство горя;
καλαισθητικό συναίσθημα — чувство прекрасного;
3) чувство, эмоция, переживание;είναι όλος συναίσθημα — он очень эмоционален;
με παίρνει το συναίσθημα — поддаваться чувствам, эмоциям
См. также в других словарях:
δυστυχίας — δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem acc pl δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
Ιώβ — I Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που εξετάζει το ζήτημα της θεοδικίας (η κρίση του θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός ατόμου, που εκδηλώνεται, κατά τις δοξασίες πρωτόγονων λαών, με υπερφυσικά σημεία). Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι άγνωστος,… … Dictionary of Greek
Σατομπριάν, Φρανσουά - Ρενέ - Ωγκύστ ντε- — (Ghateaubriand). Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός (Σαιν Μαλό 1768 Παρίσι 1848). Από παλιά οικογένεια της Βρετάνης, έζησε μοναχική και μελαγχολική παιδική και εφηβική ζωή, που τη γέμιζαν μόνο φλογερά αισθήματα και όχι συστηματικές μελέτες.… … Dictionary of Greek
Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… … Dictionary of Greek
άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… … Dictionary of Greek
άστολος — ἄστολος, ον (Α) 1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός 2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)] … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αθλιοποιός — ἀθλιοποιός, όν (Μ) ο δημιουργός δυστυχίας … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογία, η (Μ) η πρόβλεψη τής ευτυχίας ή τής δυστυχίας κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε … Dictionary of Greek