-
1 έργάτης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η1) рабо|чий, -тница;ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;
2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;έργάτες τύπου — работники печати;
οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;
έργάτης γης — батрак;
ημερομίσθιος — подёнщик;έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;
3) перен. виновник;έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;
έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;
4) мор. брашпиль
См. также в других словарях:
κλεφτιά — η (επί τουρκοκρατίας) το σύνολο τών κλεφτών, η κλεφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κατάλ. ιά, (πρβλ. αγροτ ιά εργατ ιά)] … Dictionary of Greek
φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] … Dictionary of Greek