Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ειδικευμένος

  • 1 ειδικευμένος

    η, ο[ν]
    1) квалифицированный; имеющий специальность; 2) специализированный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ειδικευμένος

  • 2 έργάτης

    ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η
    1) рабо|чий, -тница;

    ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;

    2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;

    έργάτες τύπου — работники печати;

    οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;

    έργάτης γης — батрак;

    έργάτ ημερομίσθιος — подёнщик;

    έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;

    3) перен. виновник;

    έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;

    έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;

    4) мор. брашпиль

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργάτης

См. также в других словарях:

  • γρεναδιέρος — ο 1. Γάλλος στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες (18ος 19ος αιώνας) 2. φρουρός τών βασιλικών ανακτόρων τής Μεγάλης Βρετανίας με γραφική στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grenadier «στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες»] …   Dictionary of Greek

  • ταπετσ(ι)έρης — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης] …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοθεραπευτική — Ιατρ. κλάδος τής ακτινολογίας ειδικευμένος στη χρησιμοποίηση ιοντιζουσών ακτινοβολιών (ακτίνες Χ ή ακτίνες γ) για τη θεραπεία κυρίως τών κακοήθων όγκων …   Dictionary of Greek

  • αναισθησιολόγος — ο γιατρός ειδικευμένος στην εφαρμογή τεχνητής αναισθησίας κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + λόγος (< λέγω] πρβλ. αγγλ. anesthesiologist. ΠΑΡ. αναισθησιολογία] …   Dictionary of Greek

  • ανθοδέτης — ο ο κατασκευαστής ανθοδέσμης, ο ειδικευμένος στην ανθοδετική. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφη μερίς) …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • γυναικολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη γυναικολογία …   Dictionary of Greek

  • διαλυτικός — ή, ό (AM διαλυτικός, ή, όν) 1. ο ειδικευμένος στη διάλυση 2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»