-
1 Δυνάστης
-
2 δυνάστης
-
3 δυναστης
λαμπροὴ δυνάσται Aesch. = ἄστρα νύκτερα
-
4 δυνάστης
δυνάστης, ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἄνδρες Her. 2, 32; so heißt bei Soph. Ant. 601, ch. ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; bei Aesch. Ag. 6 sind λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen, vgl. δυνα-στεία; so vrbdt Plat. τυράννων καὶ βασιλέων καὶ δ., Gorg. 525 d. Bei Pol. heißen so bes. kleinere Fürsten.
-
5 δυνάστης
δυνάστης, ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen; bes. kleinere Fürsten -
6 δυνάστης
δυνάστης, ου, ὁ (Trag., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestJud 6:3 v.l.; 9:5; Ath., R. 72, 25) gener. one who is in a position to command others.① one who is in relatively high position, ruler, sovereignⓐ of God (Soph., Antig. 608 of Zeus; Herm. Wr. Fgm. XXIII 27, p. 472, 10 Sc.; ZPWess 665 τ. δυνάστας μεγάλους θεούς; PGM 4, 180, 265; 988; Sir 46:5; 2 Macc 12:15; 15:3ff al.; 3 Macc 2:3; SibOr 3, 719) ὁ μακάριος κ. μόνος δ. the blessed and only Sovereign 1 Ti 6:15.ⓑ of humans (Ctesias: 688 Fgm. 11 Jac. [in Apollon. Paradox. 20]; Diod S 5, 21, 6 βασιλεῖς καὶ δυνάστας; Appian, Mithr. 102 §472; 108 §516; Lucian, Phal. 2, 1 ἀνὴρ δ.; Appian, Iber. 29 §115; ViDa 7 [Sch. p. 77, 13]; Philo, Spec. Leg. 1, 142; Jos., Bell. 6, 438, Ant. 14, 36; TestJud 9:5; SibOr 3, 636) καθαιρεῖν δ. ἀπὸ θρόνων dethrone rulers Lk 1:52 (cp. Job 12:19).② one who is in a relatively minor position, court official (Gen 50:4) fr. the court of the queen of Ethiopia Ac 8:27. S. Κανδάκη.—DELG s.v. δύναμαι. M-M. -
7 Δυνάστῃς
Βλ. λ. Δυνάστης -
8 δυνάστῃς
Βλ. λ. δυνάστης -
9 δυνάστης
{сущ., 3}сильный, властелин, правитель, властитель, вельможа (Лк. 1:52; Деян. 8:27; 1Тим. 6:15).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δυνάστης
-
10 δυνάστης
{сущ., 3}сильный, властелин, правитель, властитель, вельможа (Лк. 1:52; Деян. 8:27; 1Тим. 6:15).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δυνάστης
-
11 δυνάστης
-ου + ὁ N 1 3-4-5-29-33=74 Gn 49,24; 50,4; Lv 19,15; JgsA 5,9; 1 Sm 2,8mighty one Jb 5,15; lord, master Jdt 9,3; prince Prv 8,15*Am 6,7 δυναστῶν princes, the mighty ones-גדלים for MT גלים exiles; *Jb 29,12 δυνάστου of the oppressor-ועשׁ/מ ועשׁII for MT ועשׁמ ועשׁI who cried, see also Ps 71(72),12; *Jb 36,22 δυνάστης master, powerful-מרא? (Aram.) for MT מורה teacher; *Prv 8,3 δυναστῶν princes-ריםשׂ for MT עריםשׁ gates (double transl. of the Hebr.)Cf. HARL 1986a, 52.313; →TWNT -
12 δυνάστης
ο владыка, властелин; правитель -
13 δυνάστης
сильный, властелин, правитель, властитель, вельможа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δυνάστης
-
14 δυνάστης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δυνάστης
-
15 δυνάστης
[династис] ουσ. а. властелин, угнетатель,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυνάστης
-
16 δυνάστης
[династис] ουσ α властелин, угнетатель. -
17 δυνάστης
A lord, master, ruler, of Zeus, S.Ant. 608 (lyr.); ἄνδρες δ. the chief men in a state, Hdt.2.32, cf. Pl.R. 473d, etc.; petty chief, princelet, Th.7.33, etc.;ἡγεμόσι καὶ δ. καὶ βασιλεῦσιν Plb.9.23.5
, cf. 10.34.2, Posidon.50 J., Str. 17.3.25; λαμπροὶ δυνάσται, of the stars, A.Ag.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνάστης
-
18 πυρσο-δυνάστης
πυρσο-δυνάστης, ὁ, Herr des Feuers, zw.
-
19 παντο-δυνάστης
παντο-δυνάστης, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
-
20 πολι-δυνάστης
πολι-δυνάστης, ὁ, der Stadtbeherrscher, Poll. 5, 4.
См. также в других словарях:
Δυνάστης — lord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστης — lord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυνάστῃς — Δυνάστης lord masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστῃς — δυνάστης lord masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
δυνάστης — ο 1. τυραννικός ηγεμόνας. 2. μτφ., αυταρχικός ή καταπιεστικός άνθρωπος: Ο άντρας που παντρεύτηκε είναι σωστός δυνάστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνάσται — δυνάστης lord masc nom/voc pl δυνάστᾱͅ , δυνάστης lord masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύναστα — Δυνάστης lord masc voc sg Δυνάστης lord masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИНАСТ — • Δυνάστης (δυναστεία), властелин. По древнему понятию, напр. у Геродота, этим словом обозначались небольшие властители в негреческих землях. Аристотель употребляет это слово для обозначения особой формы государственного правления,… … Реальный словарь классических древностей
Δυναστέων — Δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστέων — δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)