-
61 δυνάστῃ
-
62 δυνάστηι
δυνάστῃ, δυνάστηςlord: masc dat sg (attic epic ionic) -
63 δυνάστηισι
δυνάστῃσι, δυνάστηςlord: masc dat pl (epic ionic) -
64 δυνάστησι
-
65 δυνάστῃσι
-
66 dynastes
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > dynastes
-
67 regulus
1. rēgulus, ī, m. (Demin. v. rex), I) der König eines kleinen Landes (das griech. δυνάστης), kleiner König, Fürst, Herr, Sall. u.a. – II) übtr.: A) ein königlicher Prinz, aus königlicher Familie, Liv. 42, 24. § 10; 45, 14 § 1 u. 6. – B) ein kleiner Vogel, viell. Zaunkönig, Anthol. Lat. 762, 43 (233, 42). – C) der Bienenkönig, Weisel, Varro r. r. 3, 16, 18. – D) (als Übersetzung von βασιλίσκος) eine Eidechsenart, der Basilisk, Hieron. in Isai. 16, 59, 6. Vulg. prov. 23, 32 u.a. Vgl. Paul. ex Fest. 31, 8. Gloss. III, 91, 2 u. ö. -
68 1413
{сущ., 3}сильный, властелин, правитель, властитель, вельможа (Лк. 1:52; Деян. 8:27; 1Тим. 6:15).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1413
-
69 despot
['despot, ]( American[) -pət](a person (usually the king or ruler of a country) with absolute power, often a tyrant.) δυνάστης,τύραννος- despotic- despotically
- despotism -
70 деспот
-а α.δεσπότης, ανώτατος κυβερνήτης, ανώτατος άρχων. || δυνάστης, τύραννος. -
71 погубитель
-я α.-ница, -ы θ.καταστροφέας• βασανιστής, τύραννος, δυνάστης πνίχτης, σφάχτης. -
72 помпадур
-а α• σατράπης, δυνάστης, καταπιεστής (για διοικητικά πρόσωπα). -
73 потентат
-а α. παλ.κυρίαρχος, ηγεμόνας δυνάστης. -
74 притеснитель
-я α.-ница, -ы θ.καταπιεστής, δυνάστης, τύραννος. -
75 тиран
-а α.-ка, -и θ.1. τύραννος (κυβερνήτης στην αρχαία Ελλάδα).2. δυνάστης.3. βασανιστής. -
76 δυνάστειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνάστειρα
-
77 δυναστικός
A of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol. 1320b31 ([comp] Sup.): [comp] Comp., more potent, Gal.6.396.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναστικός
-
78 δύναστις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναστις
-
79 δυνάστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνάστωρ
-
80 δυνάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυνάτης
См. также в других словарях:
Δυνάστης — lord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστης — lord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δυνάστῃς — Δυνάστης lord masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστῃς — δυνάστης lord masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
δυνάστης — ο 1. τυραννικός ηγεμόνας. 2. μτφ., αυταρχικός ή καταπιεστικός άνθρωπος: Ο άντρας που παντρεύτηκε είναι σωστός δυνάστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνάσται — δυνάστης lord masc nom/voc pl δυνάστᾱͅ , δυνάστης lord masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύναστα — Δυνάστης lord masc voc sg Δυνάστης lord masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИНАСТ — • Δυνάστης (δυναστεία), властелин. По древнему понятию, напр. у Геродота, этим словом обозначались небольшие властители в негреческих землях. Аристотель употребляет это слово для обозначения особой формы государственного правления,… … Реальный словарь классических древностей
Δυναστέων — Δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστέων — δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)