Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δρέπτω

См. также в других словарях:

  • δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • νεόδρεπτος — νεόδρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα 2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά δρεπτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»