Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δρεπανη-φόρος

См. также в других словарях:

  • ισοφόρος — ἰσοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρπο φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία] …   Dictionary of Greek

  • κηροφόρος — α, ο (Α κηροφόρος, ον) αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό») νεοελλ. αυτός που φέρει, που κρατά κερί αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον ο κηροστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρποφόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»