-
61 νύσσα
1 = καμπτήρ, turning-post, Il.23.332, 344 ; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω, of the near horse, ib. 338, cf. Theoc.24.119 : metaph., turning-point of the recurrent nerve, Gal. UP16.4.2 starting-and winning-post,τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758
, Od.8.121 : metaph.,ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.H.3.11
. -
62 ξυστός
A shaved, whittled with a knife or plane,ἀκόντια Hdt.2.71
(nisi del. ἀκόντια) ; ;βέλος Antiph.112
;δόρατα Arr.Tact.40.4
.2 scraped, shredded, grated,τυρός Antiph.113.18
; μοτός pledget of lint, Gal.14.795 ;ἰὸς ὁ ξ.
collected by scraping,Dsc.
5.79 ; μέτρον ξ. with the top raked off, not heaped up, PFay.84.7 (ii A. D.).------------------------------------ξυσ-τός, ὁ (in fullA ), also [full] ξυστόν, τό, BCH23.566 (Delph., iii B. C.), Inscr.Délos 409A13 (ii B. C.):— walking-place in the grounds of a private residence, X.Oec.11.15 ; in a gymnasium, Plu.2.133d, OGI764.42 (Pergam.) ; name of a gymnasium at Elis containing trees and racing-tracks, Paus.6.23.1 ; open-air walks among trees and statuary, Vitr.5.11.5 ;τὰ τῶν ξ. ἄλση Philostr.VA8.26
.II meeting of athletes from various places to compete in sports,ἀρχιερεὺς τοῦ σύμπαντος ξ. IG14.1102
, al., cf.5(1).669 ([place name] Sparta) ; opp. ξυστικὴ σύνοδος, Inscr.Olymp.436. (Expld. by Paus. l.c. as a clearing, from the action of Heracles in clearing out ([etym.] ἀναξύειν ) the thorn-bushes from the ξ. at Elis ; perh. orig. 'raked (ground)'.) -
63 οὐρανοδρόμος
οὐρᾰνο-δρόμος, ον,A running along the sky, Tab.Defix.Aud. 41 B5 (Megara, i/ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρανοδρόμος
-
64 οὔριος
A with a fair wind, οὔ. πλοῦς a prosperous voyage, ib. 780, E.IA 1596;οὔ. δρόμος S.Aj. 889
(lyr.); ; of a ship,οὔ. πλάτη S.Ph. 355
; ; νεὼς πτερόν ib. 147; : neut. pl. as Adv., οὔρια θεῖν to run before the wind, Id.Lys. 550; cf. infr. 11.2.2 metaph., prosperous, successful, (lyr.), cf. E.HF95; ;βίοτος AP7.164.10
(Antip. Sid.): neut. pl. οὔρια as Adv., E.Hel. 1588 (codd., but prob. οὔριοι).II prospering, favouring, πνεῦμα, πνοαί, ib. 1663, Hec. 900, X.HG1.6.37;ἐπὶ τοὺς Αθηναίους οὔριος ἄνεμος Th.7.53
: Com. of bellows,οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar.Ach. 669
. Adv. [comp] Sup. , 178.2 οὐρία (sc. πνοή), ἡ, = οὖρος, a fair wind, Archil.(?) in PLit.Lond.54, etc.; οὐρίᾳ ἐφέντα (sc. ἑαυτόν or τὸ πλοῖον) running before the wind, Pl.Prt. 338a; ἐξ οὐρίας διαδραμεῖν, πλεῖν, Arist.Mech. 851b6, Plb.1.47.2; also,ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
;πάντα ἐξ οὐρίων θεῖ Lib.Ep. 178
;ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. Lex.15
.III Ζεὺς οὔριος as sending fair winds, i. e. conducting things to a happy issue, A.Supp. 594 (lyr.), AP12.53.8 (Mel.), BMus.Inscr. 1012 ([place name] Chalcedon), OGI368 (Delos, ii B. C.), etc.;οὔριος.. ἐπίλαμψον ἐμῷ καὶ ἔρωτι καὶ ἱστῷ Κύπρι AP5.16
(Gaet.).IV οὔ. ᾠόν a wind-egg, = ὑπηνέμιον, Arist. GA 753a22, etc.; those laid in spring were called ζεφύρια, those in autumn κυνόσουρα, Id.HA 560a5 (v.l. οὔρινα).------------------------------------ -
65 πελαγοδρόμος
πελᾰγο-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελαγοδρόμος
-
66 πλατύς
Aπλατέα Hdt.2.156
: acc. pl. fem.πλατέας PMag.Par.1.1086
:—wide, broad,τελαμών Il.5.796
;πτύον 13.588
; αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν broad herds, i.e. large or spread over a wide space, 2.474, Od.14.101, Hes.Th. 445;π. πρόσοδοι Pi.N.6.45
;ὁδοί X.Cyr. 1.6.43
, IG22.380.20; τὴν ὁδὸν τὴν π. Broad Street, SIG57.27 (Milet., v B.C.); similarly,π. ὁδὸς τῶν θεῶν PStrassb.85.22
(ii B.C.) (cf. infr. 11);κιβώτιον π. IG12.330.20
;τάφρος ὡς πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη X. Cyr.7.5.9
.2 flat, level,χῶρος π. καὶ πολλός Hdt.4.39
;πλατυτάτης.. γῆς οὔσης Θετταλίας X.HG6.1.9
;πότερον ἡ γῆ π. ἐστιν ἢ στρογγύλη Pl.Phd. 97d
; κάρυα τὰ π., i.e. chestnuts, Hp.Vict.2.55, Diocl.Fr.126, X.An.5.4.29; σελάχη, ἰχθύες, Arist.HA 489b31, PA 695b7;ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ' Pherecr.143.2
.3 of a man, broad-shouldered,οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ' εὐρύνωτοι S.Aj. 1250
, cf. UPZ121.19 (ii B.C.).5 metaph., π. ὅρκος a broad strong oath, Emp.30.3, cf. 115.2; κατάγελως π. flat (i.e. downright) mockery, Ar.Ach. 1126; π. φλήναφος Amelius ap.Porph. Plot.17, 18; but πλατὺ γελάσαι, καταγελᾶν, laugh loud and rudely, Philostr.VA7.39, VS1.20.2; , cf. Luc.Cat.12.6 broad, of pronunciation,π. λέξις Hermog. Id.1.6
;φωνή Poll.2.116
;πλατέα λαλοῦσι πάντα οἱ Δωριεῖς Demetr. Eloc. 177
.7 diffuse,λέξις D.H.Dem.19
. Adv. - έως ibid.: [comp] Comp. - ύτερον in fuller detail,διαλεξόμεθα S.E.P.2.219
, cf. Sor.2.5, Hdn.2.15.6; - υτέρως Tz.ad Lyc.177: [comp] Sup.- υτάτως Id.H.12.890
.b Adv. - έως loosely, opp. ἀκριβῶς, Phld.Rh.1.248 S.9 π. δρόμος, = Lat. cursus clabularis, Lyd.Mag.3.61.II Subst. πλατεῖα (sc. ὁδός, cf.S.E.P.1.188, and v.supr.1.1), ἡ, street, Philem.58, Herod. 6.53, OGI491.9 (Pergam.), LXXGe.19.2, D.S.17.52, Str.17.1.10, Ev.Matt.12.19;οἱ ἐν τῇ Σκυτικῇ π. τεχνεῖται IGRom.4.790
, cf. 791, al. ([place name] Apamea); hence Σεβαστὴ π. name of a guild, ib.3.711 ([place name] Sura);ἡ ἱερωτάτη π. CIG3960b6
([place name] Apamea).b (sc. χείρ) flat of the hand,ταῖσι πλατείαις τυπτόμενος Ar.Ra. 1096
;πλατείᾳ τῇ χειρί Philum.Ven. 5.3
.III salt, brackish,πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι Hdt.2.108
; πλατέα or πλατύτερα ὕδατα, Arist.Mete. 358b4, 358a28 (butπλατὺς Ἑλλήσποντος Il.7.86
, 17.432, is not the salt, but the broad, Hellespont, cf. A. Pers. 875 (lyr.), wrongly expld. by Ath.2.41b). (Cf. Skt. pṛthú- 'broad', práthati 'spread out', etc. But in signf. 111 cogn. with Skt. pa[ tnull ]u- 'sharp', 'pungent', tripa[ tnull ]u 'the three saline substances'.) -
67 πολύδρομος
πολύ-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύδρομος
-
68 προχωρέω
A go or come forward, advance, πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my hand guides thee, S.Ph. 148 (anap.), etc.; of troops, Th.2.12,3.111, etc.; of excrement, to be voided, Arist.HA 594b22 (later [voice] Pass., Alex. Trall.9.3); οἶκος εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, Lat. vergens ad.., Luc. Hipp.7: of Time,τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος X.Cyr.8.7.1
, cf. Hdn.2.2.2, etc.;προὐχώρει ὁ πότος X.An.7.3.26
, cf. Luc.DMeretr.15.2: of Degree,προχωρεῖ καὶ οὐ μένει τό τε θερμότερον ἀεὶ καὶ τὸ ψυχρότερον ὡσαύτως Pl.Phlb. 24d
.2 of coin, pass current, Peripl.M.Rubr.47, S.E.M.1.178; of funds, to be allocated or expended,εἰς τὴν τῶν τειρώνων συντέλειαν IGRom.4.1763
([place name] Tira), cf. IG42(1).91.10 (iii A.D.), PSI4.285.4 (iv A.D.).3 to be imported, Peripl.M.Rubr.6, al.II metaph., of states, wars, enterprises, etc., proceed, freq. with some word denoting a good or bad issue,δόξας εὖ προχωρῆσαι δόμος E.Heracl. 486
(nisi leg. δρόμος); τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε Hdt.7.50
; ; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις π. Id.3.81;αὐτῷ π. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο Id.1.74
;τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο X.HG5.2.1
, cf. 7.2.1, Cyr.2.3.16: abs., go on well, prosper, ; ἐπεί τέ σφι.. οὐ προεχώρεε [κάτοδος] Id.5.62;ἤν τινά γε προχωρῇ Hp.Fract.15
(v.l. προς-) ; τὸ ἔργον π. Th.8.68;τὰ πλείω αὐτοῖς προὐκεχωρήκει Id.4.73
, cf. 6.103; τὰ νῦν προχωρήσαντα your present successes, Id.4.18; of auguries and the like , τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ π. Id.5.54;ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν X.An.6.4.21
: rarely of ill success, turn out,παρὰ δόξαν αὐτοῖς π. τῶν πραγμάτων Plb.5.29.1
; τὸ δ' ἐς τοὐναντίον π. Luc.Alex.36.2 impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I have success, commonly with neg., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε when he could not succeed by craft, Hdt.1.205, cf. 84, Th.1.109, etc.; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο things did not succeed as.., Id.3.18: c.inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἴσον ἑκάστῳ ἔχοντι ἀπελθεῖν if it be not possible.., Id.4.59; ἐὰν τοῖς γεωργοῖς προχωρῇ πωλεῖν κτλ. PCair.Zen.723.8 (iii B.C.); ῥίψαντες, ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (sc. ῥῖψαι).. Arr.An.1.1.12; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ π. X.Cyr.1.2.4; ὁπόσα σοι προχωρεῖ as much as is convenient, ib.3.2.29, cf. An.1.9.13: abs. in part., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις ὥστε.. when things went on so well for them that.., Id.HG5.3.27.3 later, of persons, advance, ἐπὶ μέγα π. Luc. DMort.12.2; of excess, ἐς πᾶν τρυφῆς π. D.C.39.37, cf. 48.1;ἐς τοῦτο, ὥστε.. Id.73.3
;ἐς τοσοῦτον μανίας, ὡς.. Hdn.1.15.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχωρέω
-
69 πυρίβρομος
πῠρῐ-βρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίβρομος
-
70 πυρίδρομος
πῠρί-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίδρομος
-
71 πυρρίχιος
πυρρίχ-ῐος, ὁ,A of or belonging to the πυρρίχη, π. [εἶδος], ὄρχησις, the Pyrrhic dance, Luc.Salt.9, Hld.3.10;π. δρόμος Hdn.4.2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρρίχιος
-
72 σκολιοδρόμος
σκολῐο-δρόμος, ον, of the moon,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολιοδρόμος
-
73 σκοπελοδρόμος
σκοπελο-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοπελοδρόμος
-
74 σκυλακοδρόμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλακοδρόμος
-
75 σταδιαδρομέω
A v. σταδιοδρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταδιαδρομέω
-
76 σταδιαῖος
A a stade long, deep, or high,σ. βάθος Plb. 34.11.14
;ὁ σ. δρόμος D.H.7.73
;πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52
;διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c
:—v. σταδαῖος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταδιαῖος
-
77 σταφυλοδρόμας
στᾰφῠλο-δρόμας, α, ὁ, a religious official at Sparta, IG5(1).650,651; [suff] στᾰφῠλο-δρόμος in AB305, Hsch.; expld. as participants in a ceremonial pursuit at the Carneia, AB l.c.; as παρορμῶντες τοὺς ἐπὶ τρύγῃ, Hsch. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλοδρόμας
-
78 σχοινοδρόμος
σχοινο-δρόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινοδρόμος
-
79 τανύδρομος
τᾰνύ-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύδρομος
-
80 τανυσίδρομος
τᾰνῠσί-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυσίδρομος
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)