-
1 ζεφυρία
ζεφυρίᾱ, Ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc /acc dualζεφυρίᾱ, Ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ζεφυρίᾱ, ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc /acc dualζεφυρίᾱ, ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 Ζεφυρία
Ζεφυρίᾱ, Ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc /acc dualΖεφυρίᾱ, Ζεφυρίηthe west wind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 Ζεφύρια
Ζεφύριονneut nom /voc /acc pl -
4 ζεφύρια
ζεφύριοςof the West: neut nom /voc /acc pl -
5 ζεφυρίας
ζεφυρίᾱς, Ζεφυρίηthe west wind: fem acc plζεφυρίᾱς, Ζεφυρίηthe west wind: fem gen sg (attic doric aeolic)ζεφυρίᾱς, ζεφυρίηthe west wind: fem acc plζεφυρίᾱς, ζεφυρίηthe west wind: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 Ζεφυρίας
Ζεφυρίᾱς, Ζεφυρίηthe west wind: fem acc plΖεφυρίᾱς, Ζεφυρίηthe west wind: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ζεφυρίαν
ζεφυρίᾱν, Ζεφυρίηthe west wind: fem acc sg (attic doric aeolic)ζεφυρίᾱν, ζεφυρίηthe west wind: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 Ζεφυρίαν
Ζεφυρίᾱν, Ζεφυρίηthe west wind: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 δόμος
1 house, homea of deities. of the temple of Apollo: ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (Wil.: τεόν τε δόμον codd.: πρόδομον Schr.: γε δόμον Mosch.) P. 7.11 θεοῦπαρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46
of Hades:μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
εἰς Ἀίδα δόμον P. 3.11
of Olympos: “ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88b of mortals.Πύρρα Δευκαλίων τε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.44
Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους i. e. Cyrene P. 5.29ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.34
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19
]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4. pl. pro sing. σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ, Ζεφυρία πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει. P. 2.18 “ λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.117θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
Φιλύρας ἐν δόμοις in Cheiron's cave N. 3.43καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους ἦλθ ἀνήρ I. 4.52
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις dwellings, city fr. 172. 7.2 met., house, familyΘέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
[ σεμνὸν αἰνήσειν δόμον (v. 1. νόμον) N. 1.72] -
10 Ζεφύριος
1 of the westνέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
Ζεφυρίων Λοκρῶν γενεὰν ἀλέγων (e Σ Boehmer: ἐπιζεφυρίων codd.) O. 11.15Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος P. 2.18
-
11 Λοκρίς
f. adj.,1 LokrianΖεφυρία Λοκρὶς παρθένος P. 2.19
-
12 παρθένος
1 unmarried girl ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Hippodameia O. 1.88Ζεφυρία Λοκρὶς παρθένος P. 2.19
ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος Koronis P. 3.34 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ Cyrene P. 9.6 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον i. e. his daughters P. 9.113 παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν the daughter of Antaios P. 9.122παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν the Muses I. 8.57ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι Pae. 2.100
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.54
βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν Pae. 6.136
].. παρθ[έ]νῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 7. as epith. of Artemis,ἰοχέαιρα παρθένος P. 2.9
of Athene,κυάναιγις παρθένος O. 13.71
παρ-θένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
of Hekate,φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα Pae. 2.77
of the Sphinx, αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων (Snell: παρθένου codd.) fr. 177d. frag., τὸ δὲ παρθε[ν ?fr. 333a. 12. -
13 οὔριος
A with a fair wind, οὔ. πλοῦς a prosperous voyage, ib. 780, E.IA 1596;οὔ. δρόμος S.Aj. 889
(lyr.); ; of a ship,οὔ. πλάτη S.Ph. 355
; ; νεὼς πτερόν ib. 147; : neut. pl. as Adv., οὔρια θεῖν to run before the wind, Id.Lys. 550; cf. infr. 11.2.2 metaph., prosperous, successful, (lyr.), cf. E.HF95; ;βίοτος AP7.164.10
(Antip. Sid.): neut. pl. οὔρια as Adv., E.Hel. 1588 (codd., but prob. οὔριοι).II prospering, favouring, πνεῦμα, πνοαί, ib. 1663, Hec. 900, X.HG1.6.37;ἐπὶ τοὺς Αθηναίους οὔριος ἄνεμος Th.7.53
: Com. of bellows,οὐρίᾳ ῥιπίδι Ar.Ach. 669
. Adv. [comp] Sup. , 178.2 οὐρία (sc. πνοή), ἡ, = οὖρος, a fair wind, Archil.(?) in PLit.Lond.54, etc.; οὐρίᾳ ἐφέντα (sc. ἑαυτόν or τὸ πλοῖον) running before the wind, Pl.Prt. 338a; ἐξ οὐρίας διαδραμεῖν, πλεῖν, Arist.Mech. 851b6, Plb.1.47.2; also,ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
;πάντα ἐξ οὐρίων θεῖ Lib.Ep. 178
;ἐν οὐρίῳ πλεῖν Luc. Lex.15
.III Ζεὺς οὔριος as sending fair winds, i. e. conducting things to a happy issue, A.Supp. 594 (lyr.), AP12.53.8 (Mel.), BMus.Inscr. 1012 ([place name] Chalcedon), OGI368 (Delos, ii B. C.), etc.;οὔριος.. ἐπίλαμψον ἐμῷ καὶ ἔρωτι καὶ ἱστῷ Κύπρι AP5.16
(Gaet.).IV οὔ. ᾠόν a wind-egg, = ὑπηνέμιον, Arist. GA 753a22, etc.; those laid in spring were called ζεφύρια, those in autumn κυνόσουρα, Id.HA 560a5 (v.l. οὔρινα).------------------------------------
См. также в других словарях:
ζεφυρία — ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρία — Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του όρμου της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Ζεφύρια — Ζεφύριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφύρια — ζεφύριος of the West neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίας — ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίαν — ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱν , ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίας — Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίαν — Ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek