-
21 τείνω
A , ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 458b, ([etym.] ἐκ-) E.Med. 585: [tense] aor.ἔτεινα Il.4.124
, [dialect] Ep.τεῖνα 3.261
: [tense] pf.τέτᾰκα D.H. 19.12
, etc., ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 465e:—[voice] Med., [tense] fut. τενοῦμαι ([etym.] παρα-) Th.3.46, ([etym.] προ-) D.14.5: [tense] aor. ἐτεινάμην, [dialect] Ep. τειν-, A.R.2.1043, 4.705, ([etym.] προ-) Hdt. 9.34, ([etym.] δι-) Antipho 5.46, Pl.Ti. 78b:—[voice] Pass., [tense] fut. τᾰθήσομαι ([etym.] παρα-) Id.Ly. 204c: [tense] aor. ἐτάθην [ᾰ] S.Ant. 124 (lyr.), etc., [dialect] Ep.τάθην Il.23.375
: [tense] pf. , etc.: [tense] plpf. [ per.] 3sg. and pl. τέτατο, τέταντο, Od.11.11, Il.4.544; [ per.] 3 dual τετάσθην ib. 536:— stretch by force, pull tight,κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε Il.4.124
; (anap.); ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.5.262; ναὸς πόδα τείνας keeping the sheet taut, S.Ant. 716;κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793
;οἱ ἀπείρως κατ' εὐθὺ τείνοντες Sor.1.73
; τῷ ψιμύθῳ.. παρειήν make it (look) full, AP11.374 (Maced.):—[voice] Med., τείνατο τόξα stretched his bow, A.R.2.1043, cf. Orph.A. 589; of tendons, etc., Gal. 18(2).58, al.:—[voice] Pass., [ἱμὰς] ὑπ' ἀνθερεῶνος.. τέτατο [the strap] was made tight, Il.3.372; ; τέταθ' ἱστία were stretched taut, Od.11.11.2 metaph., stretch or strain, ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος strain the issue of war even, Il.20.101:—[voice] Pass., , 15.413, cf. Hes.Th. 638; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη the fight was strained, was intense, Il.17.543; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, 23.375; τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος they set off at full speed from the starting-line, ib. 758, Od.8.121: τ. αὐδάν strain the voice, raise it high, A.Pers. 574 (lyr.):—[voice] Pass. also, exert oneself, be anxious, Pi.I.1.49;ἀμφ' ἀρεταῖς Id.P.11.54
.3 stretch out, spread,ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365
; ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι night is spread over them, Od.11.19;ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Hes.Op. 549
; of light,αἴγλαν ἃ τέταται S.Ph. 831
(lyr.), cf. Pl.R. 616b; of sound,ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος S.Ant. 124
(lyr.); δίκτυα τ. X.Cyn. 6.9;ψυχὴν διὰ παντός Pl.Ti. 34b
.b Gramm., lengthen a syllable, A.D.Pron.55.1:—[voice] Pass., ib.27.25, cf. 11.1 fin.4 aim at, direct towards a point, prop. from the bow,ἐπὶ Τροίᾳ τ. τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph. 198
(anap.): metaph., ἔς τινα τ. φόνον aim, design death to one, E.Hec. 263 (but τ. φόνον prolong murder, Id.Supp. 672); τ. λόγον :—[voice] Pass.,ἐς σὲ τ. γλῶσσα E.Rh. 875
;ἡ ἅμιλλα τέταται πρὸς τοῦτο Pl.Phdr. 271a
, cf. Lg. 770d, R. 581b.II stretch out in length, lay, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Hdt.2.96:—[voice] Pass., lie out at length, lie stretched,ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.655
; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4.536, 544; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ hanging stretched in chains, Od.22.200; [φάσγανον] ὑπὸ λαπάρην τέτατο hung along or by his side, Il.22.307; διὰ.. αἰθέρος.. τέταται extends, Emp.135, cf. 100.2;τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν τεταμένων Pl.Lg. 763c
;φλὲψ.. διὰ τοῦ κοίλου τείνεται Arist.HA 513b3
: τεταμένος sts. becomes a mere Adj., long, αὐχένα.. τεταμένον τῇ φύσει, of birds, Id.PA 692b20; in Gramm., of a long vowel, PBouriant 8 i 1, 14.2 stretch or hold out, present,τινὰ ἐπὶ σφαγάν E.Or. 1494
(lyr.); ἀσπίδα, δόρυ, AP7.147 (Arch.), 720 (Chaerem.); τὴν χεῖρά τινι or ἐπί τι, A.R. 4.107, 1049:—[voice] Med., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρήν, one's hands, etc., Theoc.21.48, A.R.1.1009, 4.127, etc.;συὸς τέκος Id.4.705
; ἑανούς ib. 1155.3 extend, lengthen, of Time,τὸν μακρὸν τ. βίον A. Pr. 537
(lyr.), cf. E.Med. 670; ;τόνδ' ἐτεινάτην λόγον A.Ch. 510
;μακροὺς τ. λόγους E.Hec. 1177
; τί μάτην τείνουσι βοήν; (where others interpr. it like τ. αὐδάν, v. supr. 1.2) Id.Med. 201 (anap.);πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφὴ.. μακρὰν ἔτεινας A.Ag. 1296
, cf. S.Aj. 1040.B intr., of geographical position, stretch out or extend, παρ' ἣν (sc. λίμνην)τὸ.. ὄρος τείνει Hdt.2.6
; τὸ πρὸς Λιβύης.. ὄρος ἄλλο τείνει ib.8;τ. μέχρι.. Id.4.38
;ἐς.. Id.7.113
;ἐπὶ.. X.Ages.2.17
; of a dress, ὑπὸ σφυροῖσι τ. E.Ba. 936; of a mountain, ὑψόθι τ. A.R.2.354: of Time, ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον dragging out time, A.Pers.64 (anap.):—rarely so in [voice] Pass.,ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Hdt.2.8
.II exert oneself, struggle,ἐναντία τισί Pl.R. 492d
; press on, hasten,οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας E.Supp. 720
;δηλοῖ τοὖργον, οἷ τ. χρεών Id.Or. 1129
;τὸ μὴ τείνειν ἄγαν S.Ant. 711
;τ. ὥς τινα Ar.Th. 1205
;ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος X.An.4.3.21
;εὐθὺ Βαβυλῶνος Luc.Nec.6
;τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.22
.III extend to, reach,ἐπὶ τὴν ψυχήν Pl.Tht. 186c
; ; of the veins stretching from one point to another, Arist.HA 492a20, 513a2, al., cf. Pl.Ti. 65c, Diog.Apoll.6.2 tend, refer, belong to, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt.6.109, cf. 7.135, E.Ph. 435, Hipp. 797, etc.; ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; to what does it tend? Pl.Cri. 47c, cf. Tht. 163a, D.10.54;μηδαμόσε ἄλλοσε Pl.R. 499a
; , Prt. 345b; .3 τείνειν πρός τινα or τι, come near to, to be like, Id.Tht. 169b, Cra. 402c;ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι Id.Phd. 65a
, cf. R. 548d. (Cf. τανύω, Skt. tanóti 'stretch', Lat. tendo, etc.) -
22 τόρμα
A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας ([etym.] δρόμος), Hsch. -
23 ἡμεροδρόμος
ἡμερο-δρόμος, ον,2 -δρόμος, ὁ,= ἡμεροδρόμης, Hdt.9.12, Pl.Prt. 335e, Arist.Mu. 398a30, D.S.15.82: metaph., of the sun, prob. in PMag.Par.2.190, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεροδρόμος
-
24 δρόμωι
δρόμῳ, δρόμοςcourse: masc dat sg -
25 द्रम्
-
26 αἰθεροδρόμος
αἰθερο-δρόμος, ον,A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393;ὧραι IG12(5).891
(Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 ([place name] Corcyra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθεροδρόμος
-
27 αὐτόδρομος
αὐτό-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδρομος
-
28 βοηθόος
A hasting to the cry for help or the call to arms, Il.13.477; β. ἅρμα a chariot hasting to the battle, 17.481.II aiding, helping, Pi.N.7.33, B.Fr.34:—Subst., helper, prob. Id.12.103, Theoc.22.23, Call.Del.27:—in Prose [full] βοηθός, όν, assisting, auxiliary,νῆες Th.1.45
: c. dat.,ὁ τοῖς νόμοις β. Lys.Fr.53.1
; freq. as Subst., assistant, Hdt.5.77, 6.100, Antipho 1.2, Pl.R. 566b, al.; (ii A. D.);τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10
(iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθόος
-
29 βραχύδρομος
βρᾰχῠ-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύδρομος
-
30 γλυκυδρόμος
γλῠκυ-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκυδρόμος
-
31 γυροδρόμος
γῡρο-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυροδρόμος
-
32 δολιχοδρόμος
δολῐχο-δρόμος, ον,A running the δόλιχος, Pl.Prt. 335e, X.Smp.2.17:—[dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] δολιχαδρόμος, IG12(2).388 ([place name] Mytilene), CIG 2758 ([place name] Aphrodisias), IG5(1).19 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχοδρόμος
-
33 δρομάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρομάδην
-
34 δρομεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρομεύς
-
35 δρομή
-
36 δυσέκδρομος
δῠσέκ-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσέκδρομος
-
37 δυωδεκάδρομος
δῠωδεκά-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυωδεκάδρομος
-
38 εὐεπίδρομος
εὐεπί-δρομος, ον,A easily scaled,γεώλοφον Agath.2.2
; assailable,χωρία τοῖς βαρβάροις Id.5.14
: metaph.,φιλοσοφία εὐ. σοφισταῖς Them.Or.20.235d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίδρομος
-
39 εὐθυδρόμος
εὐθῠ-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυδρόμος
-
40 θρεκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεκτός
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)