Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δρομ-εύς

См. также в других словарях:

  • μεσεύς — μεσεύς, έως, ὁ (Μ) καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. εύς (πρβλ. δρομ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • επιδρομέας — ο (AM ἐπιδρομεύς) αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ εύς (< δρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • περιδρομεύς — έως, ὁ, Α αυτός που ελίσσεται, που τρέχει γύρω γύρω για να πετύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρομ εύς (< δρόμος), πρβλ. επι δρομεύς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»