См. также в других словарях:
μεσεύς — μεσεύς, έως, ὁ (Μ) καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. εύς (πρβλ. δρομ εύς)] … Dictionary of Greek
επιδρομέας — ο (AM ἐπιδρομεύς) αυτός που επιχειρεί επιδρομή για λεηλασία ή κατάκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ εύς (< δρόμος)] … Dictionary of Greek
περιδρομεύς — έως, ὁ, Α αυτός που ελίσσεται, που τρέχει γύρω γύρω για να πετύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρομ εύς (< δρόμος), πρβλ. επι δρομεύς] … Dictionary of Greek