-
1 δρυκολαπτης
-
2 δρυκολάπτης
δρυκολάπτηςmasc nom sg -
3 δρυκολάπτης
A v. δρυοκολάπτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυκολάπτης
-
4 δρυο-κολάπτης
δρυο-κολάπτης, ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.
-
5 δρυκολάπτη
-
6 δρυκολάπτῃ
-
7 δρυοκολάπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυοκολάπτης
См. также в других словарях:
δρυκολάπτης — δρυκολάπτης, ο (Α) βλ. δρυοκολάπτης … Dictionary of Greek
δρυκολάπτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυκολάπτῃ — δρυκολάπτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek
kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… … Proto-Indo-European etymological dictionary