Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δρακοντία

См. также в других словарях:

  • δρακοντία — δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc nom/voc/acc dual δρακοντίας with coarse straw masc voc sg δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc voc sg (attic) δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc gen sg (doric aeolic) δρακοντίας …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν …   Dictionary of Greek

  • δρακόντια — δρακόντιον fish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντίας — δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc acc pl δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακοντίαν — δρακοντίᾱν , δρακοντίας with coarse straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) δρακοντίας with coarse straw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακούνκουλος — ο βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών αροϊδών με κυριότερο είδος τη «δρακοντία την κοινή, δρακοντιά, φιδόχορτο …   Dictionary of Greek

  • δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… …   Dictionary of Greek

  • κυνόζολον — κυνόζολον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω τής οσμής του, αλλ. χαμαιλέων ο μέλας 2. το φυτό δρακοντία η μικρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + όζολον (< ὀζολίς, ίδος «βότανο με χαρακτηριστική οσμή» < ὄζω)] …   Dictionary of Greek

  • αρίσαρο — (arisarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Περιλαμβάνει 3 είδη, από τα οποία το α. το κοινό φυτρώνει και στην Ελλάδα, γνωστό ως λύχνος, λυχναράκι, δρακοντιά και κατσουλίτσα. Το… …   Dictionary of Greek

  • φιδόχορτο — το 1. το φυτό «δρακόντια η κοινή». 2. το φυτό «άρο το ανατολικό» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»