-
1 δρακοντία
δρακοντίᾱ, δρακοντίαςwith coarse straw: masc nom /voc /acc dualδρακοντίαςwith coarse straw: masc voc sgδρακοντίᾱ, δρακοντίαςwith coarse straw: masc voc sg (attic)δρακοντίᾱ, δρακοντίαςwith coarse straw: masc gen sg (doric aeolic)δρακοντίαςwith coarse straw: masc nom sg (epic) -
2 δρακοντία
δρᾰκοντία μεγάλη,A = δρακόντιον 111, Ps.-Dsc.2.166; δ. μικρά, = ἄρον, ib.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακοντία
-
3 δρακόντια
δρακόντιονfish: neut nom /voc /acc pl -
4 δρακοντίας
δρακοντίᾱς, δρακοντίαςwith coarse straw: masc acc plδρακοντίᾱς, δρακοντίαςwith coarse straw: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
5 δρακοντίαν
δρακοντίᾱν, δρακοντίαςwith coarse straw: masc acc sg (attic epic doric aeolic)δρακοντίαςwith coarse straw: masc acc sg -
6 δρακόντι(ον)
το, δρακόντιά η драконник (растение) -
7 δρακόντι(ον)
το, δρακόντιά η драконник (растение) -
8 δρακόντιον
Aδράκων 1
,δ. ἀργυροῦν IG11(2).203
B44 (Delos, iii B. C.).III edder-wort, Dracunculus vulgaris, ib. 1, Thphr.HP7.12.2, Dsc.2.166 (where δρακοντία, ἡ, Ps.-Dsc.:- εία βοτάνη Gp.13.8.7
).IV guinea-worm, filaria medinensis, Plu.2.733b, Sor. ap. Paul.Aeg.4.58, Gal.19.449.V a kind of fig, Ath.3.78a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακόντιον
-
9 κυνόζολον
A = χαμαιλέων μέλας, so called from its smell, prob. in Dsc.3.9, cf. Ps.-Dsc.ibid.II = δρακοντία μικρά, ib.2.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόζολον
-
10 ἀρίς
-
11 ἄμι
-
12 ἐφιάλτιον
ἐφῐάλτ-ιον, τό,A = δρακοντία μικρά, Ps.-Dsc.2.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφιάλτιον
-
13 ἀρίς 2
ἀρίς 2. - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: a plant `Arisarum vulgare', also `δρακοντία μικρά' (Ps.-Dsc.)Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρίς 2
-
14 δράκων
δράκων, - οντοςGrammatical information: m.Meaning: `dragon, serpent' (Il.), aslo a fish, `Trachinus' (Epich., cf. Strömberg Fischnamen 121f.).Other forms: Fem. δράκαινα `female dragon' (h. Ap., A.) with δρακαινίς a fish name (Com.); s. below.Derivatives: Dimin. δρακόντιον (Delos IIIa), also a plant `Arum dracunculum' (Hp.; after the colour, Strömberg Pflanzennamen 38); δρακοντίς name of a bird (Ant. Lib.; s. Thompson Birds 91); δρακοντία a plant (Ps.-Dsc.); δρακοντίας ( πυρός, σίκυς, πελειάς, Thphr.); δρακοντίτης ( λίθος; Ptol. Chenn., s. Redard Les noms grecs en - της 54). - δρακόντειος and δρακοντώδης `like a dragon' (E.). - δρακοντίασις name of a disease (Gal.) as if from *δρακοντιάω, after the words in - ίασις, cf. Holt Les noms d'action en - σις 137 A. 3.Origin: IE [Indo-European] [213] *drḱ- `look at'Etymology: The old view that the dragon was called after his paralyzing view, was doubted by Fick BB 28, 99. - If to δέρκομαι, δράκων can be an original n-stem (cf. δράκαινα) of a root noun *δρά(κ) = Skt. dŕ̥ś- `view' (cf. ὑπό-δρα s.v.). The ντ-stem after the participles, Schwyzer 526, Chantraine Formation 268.Page in Frisk: 1,414Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δράκων
См. также в других словарях:
δρακοντία — δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc nom/voc/acc dual δρακοντίας with coarse straw masc voc sg δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc voc sg (attic) δρακοντίᾱ , δρακοντίας with coarse straw masc gen sg (doric aeolic) δρακοντίας … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν … Dictionary of Greek
δρακόντια — δρακόντιον fish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίας — δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc acc pl δρακοντίᾱς , δρακοντίας with coarse straw masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντίαν — δρακοντίᾱν , δρακοντίας with coarse straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) δρακοντίας with coarse straw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακούνκουλος — ο βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών αροϊδών με κυριότερο είδος τη «δρακοντία την κοινή, δρακοντιά, φιδόχορτο … Dictionary of Greek
δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… … Dictionary of Greek
κυνόζολον — κυνόζολον, τὸ (Α) 1. είδος φυτού το οποίο ονομάστηκε έτσι λόγω τής οσμής του, αλλ. χαμαιλέων ο μέλας 2. το φυτό δρακοντία η μικρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + όζολον (< ὀζολίς, ίδος «βότανο με χαρακτηριστική οσμή» < ὄζω)] … Dictionary of Greek
αρίσαρο — (arisarum). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αροϊδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Περιλαμβάνει 3 είδη, από τα οποία το α. το κοινό φυτρώνει και στην Ελλάδα, γνωστό ως λύχνος, λυχναράκι, δρακοντιά και κατσουλίτσα. Το… … Dictionary of Greek
φιδόχορτο — το 1. το φυτό «δρακόντια η κοινή». 2. το φυτό «άρο το ανατολικό» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия