Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δοάσσαι

См. также в других словарях:

  • δοάσσαι — δοάζω consider in two ways aor inf act δοάσσαῑ , δοάζω consider in two ways aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοιάζω — και δοάζω (Α) [δοιοί] 1. σκέπτομαι με δύο τρόπους, διστάζω, αμφιβάλλω 2. νομίζω, φαντάζομαι (α. «ὁπότε δοῡπον δοάσσαι» όποτε νόμιζε πως άκουγε κάποιο θόρυβο β. «δοιάζοντο λεύσσειν». νόμιζαν πως έβλεπαν) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»