-
1 δοιάζω
δοιάζω, verdoppeln u. dah zweifelhaft sein; βουλὰς δοιάζεσκε, in dem Entschluß. Ap. Rh. 3, 819; δοιάζοντο λεύσσειν, sie vermeinten zu sehen, 4, 576. Er sagt auch δοάσσατο, war unschlüssig, 3, 770, wie ὁπότε δοῠπον δοάσσαι, wenn sie wähnte, 3, 955. Sonst nur in VLL.
-
2 δοιάζω
δοιάζω, verdoppeln u. daher zweifelhaft sein; βουλὰς δοιάζεσκε, in dem Entschluss; δοιάζοντο λεύσσειν, sie vermeinten zu sehen; δοάσσατο, war unschlüssig; ὁπότε δοῠπον δοάσσαι, wenn sie wähnte
См. также в других словарях:
δοάσσαι — δοάζω consider in two ways aor inf act δοάσσαῑ , δοάζω consider in two ways aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοιάζω — και δοάζω (Α) [δοιοί] 1. σκέπτομαι με δύο τρόπους, διστάζω, αμφιβάλλω 2. νομίζω, φαντάζομαι (α. «ὁπότε δοῡπον δοάσσαι» όποτε νόμιζε πως άκουγε κάποιο θόρυβο β. «δοιάζοντο λεύσσειν». νόμιζαν πως έβλεπαν) … Dictionary of Greek