-
1 δομή
δομάωpres subj mp 2nd sg (doric)δομάωpres ind mp 2nd sg (doric)δομάωpres subj act 3rd sg (doric)δομάωpres ind act 3rd sg (doric)δομάωpres subj mp 2nd sg (epic ionic)δομάωpres ind mp 2nd sg (epic ionic)δομάωpres subj act 3rd sg (epic ionic)δομήbuilding: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 δομῇ
δομάωpres subj mp 2nd sg (doric)δομάωpres ind mp 2nd sg (doric)δομάωpres subj act 3rd sg (doric)δομάωpres ind act 3rd sg (doric)δομάωpres subj mp 2nd sg (epic ionic)δομάωpres ind mp 2nd sg (epic ionic)δομάωpres subj act 3rd sg (epic ionic)δομήbuilding: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 δομή
δομήbuilding: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 δομή
A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch. -
5 δομή
1) framework2) structureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δομή
-
6 δομήν
δομήbuilding: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 δομής
δομάωpres ind act 2nd sg (doric)δομάωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)δομήbuilding: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 δομῆς
δομάωpres ind act 2nd sg (doric)δομάωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)δομήbuilding: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 διοικοδομή
διοικο-δομή, ἡ,A construction, Aristeas 87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικοδομή
-
10 δομαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δομαῖος
-
11 δόμησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόμησις
-
12 ἀναδομή
ἀνα-δομή, ἡ,A rebuilding, Suid., Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδομή
-
13 ἀνοικοδομή
ἀνοικο-δομή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοικοδομή
-
14 δέμω
Grammatical information: v.Meaning: `build' (Il.).Dialectal forms: Myc. demeote \/ demeontes\/ ptc. fut. tokodomo \/ toikhodomos\/, naudomo \/ naudomos\/, etedomo \/ entesdomos\/?Derivatives: δέμας (nom. and acc.) `building of the body, outward appearance' (Il.; s. Vivante Arch. glottol. it. 40, 44f.) with analogical - ας, δομή `id.' (A. R.), also = `τεῖχος, οἰκοδομή' (H., uncertain J. AJ 15, 11, 3) with δομαῖος `to building useful' (A. R.); - δόμος ( δῶμα, δῶ), s.s.v. - Deverb. aorist δωμῆσαι, - ήσασθαι (A. R.; δωμήσουσιν οἰκοδομήσουσι H.), from *δωμάω (or *δωμέω?, Schwyzer 719 n. 5), with δώμημα (Lycia), ἐνδώμησις (Smyrna Ip etc.), δώμησις, δωμητύς H., δωμήτωρ (Man.). - With short vowel late forms: δομέοντι οἰκοδομοῦντι H., δεδομημένος (J., Aristid.) with δόμησις, δόμημα (J.), δομήτωρ (Anon. Prog. in Rh.); from οἰκο-δομέω (Ion.-Att.)? - S. also μεσό-δμη. Nomen agentis οἰκοδόμος with οἰκοδομέω `build'. Adj. ναο-, πυργο- `tempel, fortif. building'.Etymology: The present δέμω has a parallel in the German. verb Goth. ga-timan, OS teman, OHG zeman ` geziemen, fit'. To this group belongs the r-stem for `building wood', e. g. ONo. timbr, OHG zimbar, NHG Zimmer with the denomin. Goth. timrjan etc. ` zimmern', PGm. * tim(b)ra-, IE * demh₁-ro- (disyllabic root with germanic loss of the - h₁-; cf. νεό-δμᾱ-τος, δέ-δμᾱ-μαι), from *-dm̥h₁-. The root had - h₁-: Beekes, Development (291 Add. to p. 202), pointing to notations with η in Pindar; thus Ruijgh, Lingua 25 (1970) 316, who points to Myc. demeote. - Here further Hier.-Luw. ta+ mi-ha `I built' (Kronasser ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 201). - See further δόμος, δῶμα, δεσπότης, μεσόδμη.Page in Frisk: 1,364Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέμω
См. также в других словарях:
δομή — building fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομή — η (AM δομή) 1. χτίσιμο, οικοδόμηση 2. οικοδόμημα νεοελλ. κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση αρχ. δέμας, σώμα … Dictionary of Greek
δομή — η 1. τοιχοποιία, οικοδόμηση. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο ένα σύνολο αποκτά συνοχή: Η δομή της κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δομῇ — δομάω pres subj mp 2nd sg (doric) δομάω pres ind mp 2nd sg (doric) δομάω pres subj act 3rd sg (doric) δομάω pres ind act 3rd sg (doric) δομάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres subj act 3rd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδροκεντρωμένη κυβική δομή — Μορφή κρυσταλλικής δομής στην οποία τα άτομα του πλέγματος καταλαμβάνουν, εκτός από τις οκτώ κορυφές ενός κύβου, και τα κέντρα των έξι εδρών του. Η δομή του χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι ένα τυπικό παράδειγμα ε.κ.δ. Κάθε ιόν περιβάλλεται από… … Dictionary of Greek
δομήν — δομή building fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek