Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

δομή

  • 1 structure

    δομή

    English-Greek new dictionary > structure

  • 2 -work

    1) ((the art of making) goods of a particular material: He learns woodwork at school; This shop sells basketwork.) είδη, προϊόντα
    2) (parts of something, eg a building, made of a particular material: The stonework/woodwork/paintwork needs to be renewed.) έργα, δομή, κατασκευές

    English-Greek dictionary > -work

  • 3 structure

    1) (the way in which something is arranged or organized: A flower has quite a complicated structure; the structure of a human body.) δομή,διάρθρωση
    2) (a building, or something that is built or constructed: The Eiffel Tower is one of the most famous structures in the world.) οικοδόμημα, κατασκευή
    - structurally

    English-Greek dictionary > structure

  • 4 framework

    1) δομή
    2) σκελετός

    English-Greek new dictionary > framework

См. также в других словарях:

  • δομή — building fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομή — η (AM δομή) 1. χτίσιμο, οικοδόμηση 2. οικοδόμημα νεοελλ. κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση αρχ. δέμας, σώμα …   Dictionary of Greek

  • δομή — η 1. τοιχοποιία, οικοδόμηση. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο ένα σύνολο αποκτά συνοχή: Η δομή της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δομῇ — δομάω pres subj mp 2nd sg (doric) δομάω pres ind mp 2nd sg (doric) δομάω pres subj act 3rd sg (doric) δομάω pres ind act 3rd sg (doric) δομάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) δομάω pres subj act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδροκεντρωμένη κυβική δομή — Μορφή κρυσταλλικής δομής στην οποία τα άτομα του πλέγματος καταλαμβάνουν, εκτός από τις οκτώ κορυφές ενός κύβου, και τα κέντρα των έξι εδρών του. Η δομή του χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι ένα τυπικό παράδειγμα ε.κ.δ. Κάθε ιόν περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • δομήν — δομή building fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»