Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δολόεις

См. также в других словарях:

  • δολόεις — δολόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος 2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία …   Dictionary of Greek

  • δολόεις — subtle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεν — δολόεις subtle masc voc sg δολόεις subtle neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεντα — δολόεις subtle neut nom/voc/acc pl δολόεις subtle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεντες — δολόεις subtle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεντι — δολόεις subtle masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεντος — δολόεις subtle masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεσσα — δολόεις subtle fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεσσαν — δολόεις subtle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολόεντ' — δολόεντα , δολόεις subtle neut nom/voc/acc pl δολόεντα , δολόεις subtle masc acc sg δολόεντι , δολόεις subtle masc/neut dat sg δολόεντε , δολόεις subtle masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»