-
1 δοκού
δοκέωexpect: pres imperat mp 2nd sg (attic)δοκόνstone with hole for insertion of roof-beam: neut gen sgδοκόςbearing-beam: masc /fem gen sgδοκόωfurnish with rafters: pres imperat mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)δοκώfem nom /voc /acc dual -
2 δοκοῦ
δοκέωexpect: pres imperat mp 2nd sg (attic)δοκόνstone with hole for insertion of roof-beam: neut gen sgδοκόςbearing-beam: masc /fem gen sgδοκόωfurnish with rafters: pres imperat mp 2nd sgδοκόωfurnish with rafters: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)δοκώfem nom /voc /acc dual -
3 τομή
A end left after cutting, stump of a tree, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Il.1.235; ῥιζῶν τομαί the ends of the roots ( left by cutting away the tree), S.Fr.534.5 (anap.); ὀπὸν.. στάζοντα τομῆς ib.2; δοκοῦ τ. end of a beam, Th.2.76;ἡ τοῦ καλάμου τ. Thphr.HP4.11.7
, cf. Theoc.10.46; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι stones cut square, Th.1.93 (sed leg. ἐντομῇ) ; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον having fitted the lock to the place from which it was cut, A.Ch. 229 ( σκέψαιτο μὴ cod. M, distinxit Turnebus); πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν to the cut, Pl.Smp. 190e, cf. Arist.HA 532a4.b Ταύροιο τ. prob. = προτομή 1, Arat. 322.2 Math., section, as a circle is the section of a sphere, a conic section of the cone, Arist.Mete. 375b32, Pr. 912a13, cf. App.Anth.4.74 ([place name] Synesius); with or without κοινή, the line in which two planes cut each other, Arist.Metaph. 1060b14, Euc.11.16, Archim. Con.Sph.11, al., Apollon.Perg.Con.1.4, etc.; point of intersection of two lines, Archim.Spir.20, al., Ptol.Alm.3.3, etc.: abstract use, περὶ διωρισμένης τ. On determinate section, name of lost treatise of Apollon.Perg.; τὰ περὶ τὴν τ. the theorems about the section (sc. in extreme and mean ratio), Procl.in Euc.p.67 F.:—in conic sections, τομαὶ ἀντικείμεναι opposite sections, i.e. branches of hyperbola, Apollon.Perg.Con.2.15; συζυγεῖς τ. conjugate sections of hyperbolas, ib.17.3 incision or insection between parts of an insect's body (whence their name of ἔντομα), Arist.PA 682b25.4 ἡ εἰς ἄπειρον τ. infinite divisibility, Epicur.Ep.1p.16U.II cutting, cleaving, ἐν τομᾷ σιδάρου by stroke of iron, S.Tr. 887 (lyr.);πελέκεως τ. E.El. 160
(lyr.);φασγάνου τομαί Id.Or. 1101
; cutting off or down, ; vine-cutting, PCair.Zen. 736.29 (iii B.C.); cutting up,εἰς τ. καὶ προσαγωγὴν χάλικος PPetr.3p.290
(iii B.C.); hewing,λίθων IG12.336.7
, 11, SIG244 ii 58 (Delph., iv B.C.), IG42(1).106i19, al. (Epid., iv B.C.).2 use of the knife in surgery, Hp.VC13; ;οὔτε τ. οὔτε καῦσις Hp.Art.62
;σιδήρου τ. Sor.1.80
: pl., Pi.P.3.53, E.Fr.403.6;τὰς θεραπείας.. διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Pl.Prt. 354a
, cf. Ti. 65b.3 castration, Luc. Philops.2.7 αἱ τ. τῆς γῆς, i.e. canals, Lib. Or.18.232.III severance, separation,τ. καὶ διάκρισις Pl.Ti. 61d
, cf. 80e; of number, division, Id.Lg. 738a; τομὴν ἔχειν ἔν τινι to admit a distinction in.., ib. 944b; χρονικαὶ τ. distinctions of tenses, A.D.Synt.10.18; process of division (sc. μεγέθους), Nicom. Ar.1.2.3 metaph., conciseness or precision in expression, Eun.VSp.461B.4 τ. πράγματος, = decisio, Gloss.IV a cut, wound, Arist.HA 632a18, Aen.Tact.11.14: metaph., wound,πόλις δεδεγμένη τ. Plu.Cor.16
, cf. Per.11.2 caesura in verse, Aristid.Quint.1.24; more generally, break between successive words, Hermog.Id.2.10, Heph.15.2, al., Eust.740.1.
См. также в других словарях:
δοκοῦ — δοκέω expect pres imperat mp 2nd sg (attic) δοκόν stone with hole for insertion of roof beam neut gen sg δοκός bearing beam masc/fem gen sg δοκόω furnish with rafters pres imperat mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters imperf ind mp 2nd sg (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek