Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δογματίας

См. также в других словарях:

  • δογματίας — δογματίᾱς , δογματίας sententious person masc acc pl δογματίᾱς , δογματίας sententious person masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγνώμων — ον, Α 1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾱλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώμων (< θ. γνω τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»