-
1 δοκιμη
ἥ1) испытание, бедствие2) проверка, доказательствоἵνα γνῶ τέν δοκιμέν ὑμῶν NT. — чтобы мне испытать вас -
2 δοκιμή
δοκιμάζωassay: fut ind mid 2nd sg (doric)δοκιμάζωassay: fut ind act 3rd sg (doric)δοκιμήproof: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 δοκιμῇ
δοκιμάζωassay: fut ind mid 2nd sg (doric)δοκιμάζωassay: fut ind act 3rd sg (doric)δοκιμήproof: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 δοκιμή
δοκιμή, ῆς, ἡ (s. δοκιμάζω, δοκίμιον, δόκιμο; several mss. of Diosc., Mater. Med. 4, 184 Wellm. II p. 333, 9 n.; Achmes 24, 9; Cat. Cod. Astr. X 67, 7; Ps 67:31 Sym.—B-D-F §110, 2; Mlt-H. 352).① a testing process, test, ordeal (Sextus 7a δ. πίστεως) ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως in a great ordeal of affliction 2 Cor 8:2.② the experience of going through a test with special ref. to the result, standing a test, character Ro 5:4 (a pregnant constr.: ὑπομονή as a process of enduring something amounts to a test that promotes and validates the character of the one undergoing it. This success in turn promotes ἐλπίς). γινώσκειν τὴν δ. τινος make determination of someone’s attitude 2 Cor 2:9; make proof of someone’s character or value Phil 2:22. δ. τῆς διακονίας the approved character of your service 2 Cor 9:13.—δ. ζητεῖν desire proof or evidence 13:3.—M-M. TW. Spicq. -
5 δοκιμή
δοκιμή, ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.
-
6 δοκιμή
δοκιμήproof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 δοκιμή
δοκιμή, ἡ, Prüfung, Probe -
8 δοκιμή
η1) испытание, проба; опыт; попытка;πυρηνική δοκιμή — испытание ядерного оружия;
προς ( — или υπό) δοκιμην — или χάριν δοκιμης — на пробу, для испытания;
κάνω δοκιμή — пробовать, делать попытку;
2) мат. проверка;3) примерка; 4) репетиция; 5) πλ. проверочные испытания;§ η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει — погов, попытка не пытка
-
9 δοκιμή
{сущ., 7}1. испытание, проверка;2. доказательство;3. опытность, опыт, верность.Ссылки: Рим. 5:4; 2Кор. 2:9; 8:2; 9:13; 13:3; Флп. 2:22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκιμή
-
10 δοκιμή
{сущ., 7}1. испытание, проверка;2. доказательство;3. опытность, опыт, верность.Ссылки: Рим. 5:4; 2Кор. 2:9; 8:2; 9:13; 13:3; Флп. 2:22.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δοκιμή
-
11 δοκιμῇ
испытанииδοκιμὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμῇ
-
12 δοκιμὴ
испытанностьδοκιμῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμὴ
-
13 δοκιμή
1. испытание, проверка; 2. доказательство; 3. опытность, опыт, верность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δοκιμή
-
14 δοκιμή
[докими] ουσ θ проба. -
15 δοκιμή
δοκῐμ-ή, ἡ,A proof, test, interpol. in Dsc.4.184. -
16 δοκιμή
essai -
17 δοκιμή
1) badanie (n) rzecz.2) próba (f) rzecz. -
18 δοκιμή
1) pokus2) zkouška -
19 δοκιμή
trialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δοκιμή
-
20 Η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει
• Попытка не пытка, спрос не бедаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η δοκιμή θάνατο δεν φέρνει
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δοκιμή — proof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.δοκιμή — Infobox Top level domain name=.δοκιμή background=#D2B48C introduced=? type=Proposed generic top level domain status=? registry=? sponsor= intendeduse=Greek communities actualuse=? restrictions=? structure=? document=? disputepolicy=? website=http … Wikipedia
δοκιμή — η 1. έλεγχος, εξέταση της ποιότητας ή της ιδιότητας: Πάντα κάνω μια δοκιμή στο φαγητό την ώρα που μαγειρεύω. 2. απόπειρα, προσπάθεια: Κάνε μια δοκιμή για την άσκηση. 3. πρόβα: Πήγε για δοκιμή του καινούριου σακακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek
δοκιμῇ — δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμῆι — δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg (doric) δοκιμῇ , δοκιμή proof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμέων — δοκιμή proof fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμήν — δοκιμή proof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… … Dictionary of Greek