-
1 τρι-μοιρία
τρι-μοιρία, ἡ, dreifacher Theil, dreifache Portion, z. B. dreifacher Sold, Xen. Hell. 6, 1, 6.
-
2 τετρα-μοιρία
τετρα-μοιρία, ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.
-
3 κακο-μοιρία
κακο-μοιρία, ἡ, unglückliches Geschick, Schol. Soph. Tr. 862.
-
4 εὖ-μοιρία
-
5 μεμψι-μοιρία
μεμψι-μοιρία, ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
-
6 μεγαλο-μοιρία
μεγαλο-μοιρία, ἡ, = μεγαλομέρεια, Sp.
-
7 δια-μοιρία
δια-μοιρία, ἡ, f. l. für διμοιρία, Poll. 4, 176.
-
8 δι-μοιρία
-
9 μονο-μοιρία
μονο-μοιρία, ἡ, der einzelne Theil, das einzelne Loos, Sext. Emp. adv. astrol. 15.
-
10 ἀπο-μοίρια
ἀπο-μοίρια, τά, ἁλίων, Antheil am Fischfang, Alph. Mityl. 2 (VI, 187).
-
11 ἀντι-μοιρία
ἀντι-μοιρία ἡ, ein einem andern an Werth gleicher Theil, Dem. 36, 8.
-
12 ἰσο-μοιρία
ἰσο-μοιρία, ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.
-
13 αντιμοιρια
-
14 απομοιρια
-
15 διμοιρια
-
16 ευμοιρια
ἥ1) безупречное состояние, прекрасные качества(σώματος, φωνῆς Luc.)
2) счастье, благополучие Plut. -
17 ισομοιρια
ἥ1) равное распределение (частей), равенство(τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.)
2) равная доля, одинаковое участиеἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. — равное для всех, т.е. всеобщее несчастье
-
18 μεμψιμοιρια
-
19 μονομοιρια
-
20 τετραμοιρια
См. также в других словарях:
θεομοιρία — θεομοιρία, ἡ (Α) το μέρος τού θύματος μιας θυσίας που είναι προορισμένο για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα), πρβλ. δεκατη μοιρία, μεμψι μοιρία] … Dictionary of Greek
γεροντοβρόσια — και μοίρια και τρόφια, τα κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούσαν για τη συντήρηση τους οι γονείς, όταν μοίραζαν την περιουσία στα παιδιά τους … Dictionary of Greek
γεροντομοίρι — το και μοίρια, τα βλ. γεροντοβρόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέροντας + μοίρα «μερίδιο»] … Dictionary of Greek
δεκατημοιρία — δεκατημοιρία, η (Α) το ένα δέκατο κάποιου ποσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + μοιρία < μοιρος < μοίρα «μέρος, μερίδιο»] … Dictionary of Greek
ονομοιρία — μονομοιρία, η αστρολ. κατανομή τών πλανητών σε κάθε μοίρα τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα)] … Dictionary of Greek
υπερμοιρία — η, Ν (νομ.) το επί πλέον τής κανονικής μοίρας συγκληρονόμου πάνω στο υπόλοιπο τής κληρονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα «μερίδιο, κομμάτι»), πρβλ. ισομοιρία] … Dictionary of Greek