-
1 μεμψι-μοιρία
μεμψι-μοιρία, ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
-
2 μεμψιμοιρία
μεμψῐ-μοιρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεμψιμοιρία
-
3 μεμψιμοιρία
μεμψι-μοιρία, ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber -
4 μεμψιμοιρια
См. также в других словарях:
θεομοιρία — θεομοιρία, ἡ (Α) το μέρος τού θύματος μιας θυσίας που είναι προορισμένο για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα), πρβλ. δεκατη μοιρία, μεμψι μοιρία] … Dictionary of Greek