-
21 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει. -
22 сохранять
сохранятьнесов1. φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάγω/ (δια)σώζω (спасать)·2. (удерживать) διατηρώ, (δια)φυλάττω, φυλάγω:\сохранять здоровье (δια)φυλάττω τήν ὑγεία (μου)· \сохранять мир διαφυλάττω τήν είρἡνη· \сохранять за собой право ἐπιφυλάσσομαι νά..., διατηρώ γιά τόν ἐαυτό μου τό δικαίωμα· \сохранять спокойствие μένω ἀτάραχος, μένω ήρεμος· \сохранять хладнокровие τηρῶ ψυχραιμία, μένω ψύχραιμος. -
23 черт
чертм ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν. -
24 путём
-
25 разделить
-елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -леноρ.σ.μ.1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•
разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•
разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.
2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•
разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).
5. (μαθ.) διαιρώ•разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.
1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•
отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.
2. μτφ. μοιράζομαι•мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.
3. χωρίζω•дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.
4. (μαθ.) διαιρούμαι. -
26 Distance
subs.Interval: P. διάστασις, ἡ, ἀπόστασις, ἡ, διάστημα, τό; see Interval.Distance of time: see Interval.A short distance off: P. διὰ βραχέος, P. and V. διʼ ὀλίγου (Eur., Phoen. 1098).At a less distance: P. διʼ ἐλάσσονος.At so great a distance: P. διὰ τοσούτου.At long distances apart: P. διὰ πολλοῦ (Thuc. 3, 94).They were some distance from one another: P. διεῖχον πολὺ ἀπʼ ἀλλήλων (Thuc. 2, 81).From a distance: P. ἄποθεν, πόρρωθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. ἄπωθεν.——————v. trans.Be distanced, be left behind: P. and V. ἀπολείπεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distance
-
27 For
prep.On account of: P. and V. διά (acc.). ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.).On the ground of: P. and V. ἐπί (dat.).Be pitied for: P. ἐλεεῖσθαι ἐπί (dat.).Be admired for: P. θαυμάζεσθαι ἐπί (dat.).Renowned for: P. εὐδόκιμος εἰς (acc.) (Plat., Ap. 29D).Have reputation for: P. εὐδοκιμεῖν ἐπί (dat.).On a charge of: P. and V. ἐπί (dat.).For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), διά acc.), πρό (gen.). ὑπέρ (gen.), χάριν gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκαAgainst: see Against.For the purpose of: P. and V. εἰς (acc.), ἐπί (dat.).He levied money for the navy: P. ἠγυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8. 3).He would have asked twenty drachmas for a cloak: Ar. δραχμὰς ἂν ἤτησʼ εἴκοσιν εἰς ἱμάτιον (Plut., 982).To fetch: P. and V. ἐπί (acc.).Expressing duration of time, use the acc.Provisions for three days: P. σιτία τριῶν ἡμερῶν.Expressing space traversed, put the acc.For six or seven furlongs the Plataeans took the road for Thebes: P. ἐπὶ ἓξ ἢ ἕπτα σταδίους οἱ Πλαταιῆς τὴν ἐπὶ τῶν Θηβῶν ἐχώρησαν (Thuc. 3, 24).In limiting sense: P. and V. ὡς.Faithful for a herdsman: V. πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ (Soph., O.R. 1118).Had it not been for: P. εἰ μὴ διά (acc.) (Dem. 370).——————conj.P. and V. γάρ, καὶ γάρ.Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > For
-
28 Time
subs.Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.What time is it? Ar. and P. πηνίκα ἐστί;About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. Seeing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).At another time: P. and V. ἄλλοτε.At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.At one time: see Once.At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).At the time of: P. παρά (acc.).To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).At that time: see Then.At what time? P. and V. πότε;For a time: P. and V. τέως.For the third time: P. and V. τρίτον, P. τὸ τρίτον.From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.From time to time: P. and V. ἀεί.In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).In the time of: Ar. and P. ἐπί (gen.).Lose time, v.: see waste time.Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρίβειν, βραδύνειν, Ar. and P. διατρίβειν: see Delay.Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.Many times: P. and V. πολλάκις.Three times: P. and V. τρίς.A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).——————subs.Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).——————v. trans.Measure: P. and V. μετρεῖν.Well-timed, adj.: see Timely.Ill-timed: P. and V. ἄκαιρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time
-
29 Tongue
subs.Have on the tip of one's tongue: V. διὰ γλώσσης ἔχειν, cf. ἀνὰ στόμʼ ἀεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν (Eur., And. 95), and ἔχειν διὰ στόμα (Ar., Lys. 855).Give tongue to evil words: V. ἐπιγλωσσᾶσθαι κακά.Wield a ready tongue, v.: Ar. γλωττοστροφεῖν.Tongue of a musical instrument. P. γλῶσσα, ἡ.Tongue of land: P. and V. ἰσθμός, ὁ, αὐχήν, ὁ (Xen. and Eur., El. 1288).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tongue
-
30 делиться
1. мат. διαιρούμαι 2. (на классы, группы, категории) (δια)χωρίζομαι, ταξινομούμαι 3. (яд.физ.) (обладать свойством деления) διασπούμαι 4. (взаимно обмениваться чем- л.) (δια)μοιράζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делиться
-
31 калибратор
(рад., эл.) о (δια)μετρητής, о διαβαθμητής, -овать (δια)μετρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калибратор
-
32 кондиционер
το κλιματιστικό (μηχάνημα)ο κλιματισμόςτο αίρκοντίσιον (ξεν.)' автономный - αυτόνομο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондиционер
-
33 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт
-
34 нахлёстка
η δέση ή αμφίδεση (διά του επιθέματος)- ывание η δέση (διά του επιθέματος), η επικάλυψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нахлёстка
-
35 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
36 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
37 перетирать
1. (трением разделять, разрывать) κόβω (δια τριβής) 2. (измельчать, растирать трением) μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια διά τριβήςτρίβωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перетирать
-
38 подача
тех. η τροφοδοσία, η παροχή- насоса η παροχή/απόδοση της αντλίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подача
-
39 полить
1. (облить сверху чем-л. жидким, оросить, напитать влагой) (δια)βρέ-χω, (δια)ποτίζω 2. (начать лить) αρχίζω να ποτίζω/βρέχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полить
-
40 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)