-
101 доение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доение
-
102 жирант
(индоссант) фин. о οπισθο-γράφοςο μεταβιβάζων τίτλου διά της οπι-σθογράφησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жирант
-
103 жиро
(индоссамент) фин. η οπισθο-γράφησηη μεταβίβαση τίτλου διά οπισθο-γράφησης (στο γραμμάτιο ή στη συναλλαγματική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жиро
-
104 загрузка
1. (процесс) η φόρτωσ/η, η φόρτιση, το φόρτωμαначальная вчт. αρχική -ручная мет. - διά χειρός2. (загружаемый материал) το υλικό φόρτωσης, το φορτίο 3. (обеспеченность работойоборудования, машины и т.п.) η εξασφάλιση (με εργασία, φορτίο κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрузка
-
105 закалка
тех. 1. (нагрев материалов и последующее их быстрое охлаждение) η βαφή, η σκλήρυνση- с охлаждением в масле - με ψύξη στο έλαιο/λάδι2. (резкое охлаждение) η ψύξη/σβέση (διά της εμβάπτισης)- с охлаждением в соляном растворе - με ψύξη σε διάλυμα/λουτρό άλατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закалка
-
106 закачивать
(насосом) παρέχω/εισάγω υγρό (διά της πίεσης/αντλίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закачивать
-
107 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
108 затопление
1. (местности при строительстве плотин и водохранилищ) το πλημ-μύρισμα, η βύθισητο παραγέμισμα2. (ορο-шение) η άρδευση/το πότισμα (διά του πλημμυρίσματος) 3. (погружение в воду) η (κατα)βύθιση 4. (от разлива рек, наводнение) η πλημμύρα, το πλημμύρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затопление
-
109 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
110 зейгерование
(тех., мет.) о θερμικός διαχωρισμός του κράματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зейгерование
-
111 землесос
το μηχάνημα/η αντλία αναρρόφησης εδάφους, η βυθοκόρος διά της αναρρόφησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > землесос
-
112 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
113 зуммер-прерыватель
ο βομβητής-δια-κόπτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зуммер-прерыватель
-
114 известкование почв
η λίπανση του εδάφους διά του ασβεστίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > известкование почв
-
115 известь
η άσβεστ/ος, ο ασβέστηςполучать - обжигом известняка παράγω την - ο διά μέσου πύρωσης του ασβεστόλιθουбелильная - см. хлорная -гидратная - η υδράσβεστος, το υδροξείδιο - ουпобелочная - για άσπρισμα, το ασβέστωμα- σε σκόνηхлорная - χλωριούχος -, η χλωράσβεστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > известь
-
116 изготовленный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изготовленный
-
117 инокуляция
ο εμβολιασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инокуляция
-
118 интерполировать
1. (слово, фразу) πα-ρεισάγω, παρεμβάλλω 2. мат. υπολογίζω διά της παρεμβολής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерполировать
-
119 интерполяция
1. (слов, фраз) η παρει-σαγωγή (λέξεων ή φράσεων) 2. мат. о υπολογισμός διά της παρεμβολήςη παρεμβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интерполяция
-
120 интерьер
1. (арх) η εσωτερική δια-ρύθμιση 2. (жив.) о πίνακας/η εικόνα που παριστάνει τον εσωτερικό χώρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерьер
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)