-
81 Presently
adv.After a time: P. and V. διὰ χρόνου.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Presently
-
82 Reason
subs.Rational faculty: P. and V. λόγος, ὁ; use mind.Plea: P. and V. λόγος, ὁ, πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ.In reason: see Reasonably.Anything in reason: P. ὁτιοῦν τῶν δυνατῶν.It stands to reason: P. and V. εἰκός (ἐστι), εὔλογόν (ἐστι).By reason of: P. and V. διά (acc.), ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.), sometimes in P. παρά (acc.) (Dem. 545).For no reason: V. ἐξ οὐδένος λόγου.For other reasons: P. and V. ἄλλως.For many reasons we may expect victory: P. κατὰ πολλὰ εἰκὸς ἐπικρατῆσαι (Thuc.).——————v. intrans.P. and V. λογίζεσθαι, P. συλλογίζεσθαι.Reason rightly: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reason
-
83 Run
v. trans.Run ( a wall in any direction): P. ἄγειν (Thuc. 6, 99), ἐξάγειν (Dem. 1278, Thuc. 1, 93). προάγειν (Dem. 1279).( He said) that the shaft ran right through the eighth whorl: τὴν ἡλακάτην διὰ μέσου τοῦ ὀγδόου (σφονδύλου) διαμπερὲς ἐληλάσθαι (Plat., Rep. 616E).Run a risk: V. τρέχειν ἀγῶνα; see under Risk.Run ( a candidate), put forward: use P. προτάσσειν.Run a race: use race, v.Enter for a competition: see Enter.Hasten: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἐπείγεσθαι, ἵεσθαι (rare P.), ἀμιλλᾶσθαι (rare P.), φέρεσθαι; see Hasten.Of a ship: P. πλεῖν, V. τρέχειν.Run before a fair breeze: V. ἐξ οὐρίων τρέχειν (Soph., Aj. 1083).As the story runs: V. ὡς ἔχει λόγος, or P. ὡς ὁ λόγος ἐστί.Run about, v. trans.: Ar. and P. περιτρέχειν (acc. or absol.), περιθεῖν (see. or absol.), διατρέχειν (absol.), P. διαθεῖν (absol.).Run along: P. παραθεῖν (absol.).Desert: Ar. and P. αὐτομολεῖν, P. ἀπαυτομολεῖν.Fly: P. and V. φεύγειν.Let one's anger run away with one: use P. and V. ὀργῇ ἐκφέρεσθαι.Run away from: see Avoid.Run before ( in advance): P. προθεῖν (absol.), προτρέχειν (gen. or absol.).Collide with: P. προσπίπτειν (dat.); see Collide.met., slander: P. and V. διαβάλλειν, P. διασύρειν.V. intrans. P. καταθεῖν, Ar. and P. κατατρέχειν.Run forward: P. προτρέχειν.Run in, into, v. intrans.: Ar. and P. εἰστρέχειν (εἰς, acc.); see dash into.Run off: see run away.Flow off: P. and V. ἀπορρεῖν.Run out: Ar. and P. ἐκτρέχειν, ἐκθεῖν (Xen.); see rush out.Overrun: P. κατατρέχειν, καταθεῖν.Run quickly over: P. ἐπιτρέχειν.Run riot, go to excess, v. intrans.: P. and V. ὑπερβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, V. ἐκτρέχειν.Wanton: P. and V. ὑβρίζειν.Of inanimate things as a wall: P. περιθεῖν.Run through, v. trans.: Ar. and P. διατρέχειν (acc.) (Thuc. 4, 79).Pierce: see Pierce.met., run through an argument, etc.: P. διατρέχειν (acc.); see run over.Squander: P. and V. ἐκχεῖν (Plat.), V. ἀντλεῖν, διασπείρειν,Run up: Ar. and P. προστρέχειν, P. προσθεῖν.Run with, drip with: P. and V. ῥεῖν (dat.), V. στάζειν (dat.), καταστάζειν (dat.), καταρρεῖν (dat.); see Drip.Abound with: see Abound.——————subs.P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό, τρόχος, ὁ.Voyage: P. and V. πλοῦς, ὁ.The common run of people: P. and V. τό πλῆθος, οἱ πολλοί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Run
-
84 букетировка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > букетировка
-
85 бурение
η διάτρηση, η γεώτρηση- ερεύνηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бурение
-
86 видимый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видимый
-
87 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
88 выбирать
1. (выделить, отобрать по ка-кому-л. признаку) διαλέγω, επιλέγω 2. мор. εισέλκω/παίρνω/τραβάω μέσα-канат σύρω/τραβώ το σχοινί (με τα χέ-ρια/διά χειρών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбирать
-
89 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
90 гиродатчик
το γυροσκοπικό αισθητήριο (όργανο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гиродатчик
-
91 горка
1. ав. η κατακόρυφος αναρρίχηση 2. ж.-д. (сортировочная) το κεκλιμένο σύστημα διαλογής/σύνθεσης 3. с.-х. (семя-очистительная) ο διαχωριστής σπόρων (διά της βαρύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горка
-
92 гофр
η κυμάτωση, η κυματοειδή δια-μόρφωση-γκοφρέ (του ελάσματος, του χαρτιού κ.λπ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гофр
-
93 грунтовка
1. (грунтовочный состав) το υλικό της πρώτης στρώσης 2. (нижний слой покрытия) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμαнаносить - у кистью εφαρμόζω/βάζω την - με πινέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунтовка
-
94 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
95 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
96 делить
1. мат. διαιρώ 2. (классифицировать, группировать) ταξινομώ Зашкалу, циферблат) διαβαθμίζω (την κλίμακα) 4. (разделять, совместно пользоваться чем-л.) (δια)μοιράζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > делить
-
97 детандер
1. (машина) το μηχάνημα ψύξης των αερίων διά μέσου της εκτόνωσης 2. (вентиль) η βαλβίδα εκτόνωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > детандер
-
98 де-юре
νομικά, επίσημα, εκ του νόμου, διά νόμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > де-юре
-
99 диакаустика
η (δια)καυστική καμπύλη (εκ της διάθλασης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диакаустика
-
100 диспач
(премия за более быструю погрузку или выгрузку) η χρηματική καταβολή του πλοιοκτήτη στον ναυλωτή (διά ναυλοσύμφωνου) λόγω επίσπευσης και περάτωσης της φόρτωσης ή της εκφόρτωσης (σε χρόνο λιγότερο του κανονικού ή του συμφωνηθέντος)το ντισπάτς (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспач
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)