-
1 δίψ'
δίψα, δίψαthirst: fem nom /voc sgδίψαι, δίψαthirst: fem nom /voc plδίψᾱͅ, δίψαthirst: fem dat sg (doric aeolic) -
2 διψ-ώδης
διψ-ώδης, ες, 1) durstig; σῶμα Plut. de san. tuend. p. 388; τὸ διψῶδες, der Durst, Coriol. 4 u. öfter. – 2) durfterregend, Hippocr.; Ath. II, 71 e.
-
3 διψάω
διψ-άω, late [dialect] Ep. [suff] διψ-ώω Tryph.548, AP11.57 (Agath.): [dialect] Ion. [suff] διψ-έω Archil.68; part.Aδιψεῦσα AP6.21
; [var] contr. [ per.] 3sg.διψῇ Pi.N.3.6
, Pl.Phlb. 35b; inf.διψῆν Hdt.2.24
, S.Fr. 735, Ar.Nu. 441, etc.: [tense] impf. [ per.] 3sg.ἐδίψη Hp. Epid.3.1
.β,γ (διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν only in later writers, APl.4.137 (Phil.), Pl.Ax. 366a, LXXIs.29.8, Gal.5.837): [tense] fut.- ήσω X.Mem.2.1.17
: [tense] aor. : [tense] pf.δεδίψηκα Hp.Cord.2
, Plu.Pomp.73:—[voice] Med. (v. infr.):—thirst, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Od.11.584, etc.; of the ground, to be thirsty, parched, Hdt.2.24;δ. ὑπὸ καύματος Alc.39.2
; of trees, Thphr.CP3.22.5:—[voice] Med.,διψώμεθα Hermipp.25
.2 metaph., δ. τινός thirst after a thing, Pi.N.3.6;ἐλευθερίας Pl.R. 562c
: later c. acc.,δ. Χῖον Teles p.8
H.;φόνον APl.4.137
(Phil.);δικαιοσύνην Ev.Matt. 5.6
;αἷμα J.BJ1.32.2
; alsoδ. πρὸς τὸν θεόν LXXPs.41(42).2
: c. dat., ὕδατι ib.Ex.17.3: c. inf.,διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν X.Cyr.5.1.1
;ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Ael.VH2.41
, etc. -
4 διψηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διψηρός
-
5 διψακερός
A thirsty, EM801.48; expld. by ταλαίπωρον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διψακερός
-
6 δίψακος
δίψ-ᾰκος, ὁ, prob. a kind ofA diabetes, attended with violent thirst, Gal.8.394, Alex.Trall.11.6.II teasel, Dipsacus fullonum, Dsc.3.11, Gal.11.864.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίψακος
-
7 διψαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διψαλέος
-
8 διψάρα
διψ-άρα· δέλτος, οἱ δὲ διφθέρα, Hsch. -
9 διψάς
-
10 δίψησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίψησις
-
11 διψητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διψητικός
-
12 δίψιος
-
13 διψώδης
διψ-ώδης, ες, (1) durstig; τὸ διψῶδες, der Durst. (2) dursterregend -
14 διψωδες
-
15 διψωδης
См. также в других словарях:
δίψ' — δίψα , δίψα thirst fem nom/voc sg δίψαι , δίψα thirst fem nom/voc pl δίψᾱͅ , δίψα thirst fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
εψαλέος — ἑψαλέος, η, ον (Α) 1. βραστός, βρασμένος 2. κατάλληλος για βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. αλεος* (πρβλ. διψ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
θαυμαλέος — θαυμαλέος, α, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος, θαρσ αλέος)] … Dictionary of Greek
ικμαλέος — ἰκμαλέος, α, ον (Α) 1. υγρός, νοτερός 2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα αλέος* (πρβλ. βραγχ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
ιππαλέος — ἱππαλέος, α, ον (Α) [ίππος] μτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ ος + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
κρυμαλέος — κρυμαλέος, α, ον (Α) ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, ριγ αλέος)] … Dictionary of Greek
κυφαλέος — κυφαλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) κυφός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
οδμαλέος — ὀδμαλέος, α, ον (Α) αυτός που αναδίδει δυνατή, κυρίως κακή, μυρωδιά, δυσώδης, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος)] … Dictionary of Greek
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek