Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διο-γενής

См. также в других словарях:

  • κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …   Dictionary of Greek

  • λιμναγενής — λιμναγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στην τοποθεσία Λίμναι τής Αθήνας, κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + γενής (< γένος), πρβλ. Διο γενής, θεο γενής] …   Dictionary of Greek

  • διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»