-
1 διογενης
-
2 παραθεσις
- εως ἥ1) сопоставление, сравнение(π. καὴ σύγκρισις Polyb.; τῶν ἐναντίων Plut.)
2) нагромождение, скопление(τῶν ὀνομάτων, τῶν χορηγιῶν Polyb.)
; pl. запасы, ресурсы Polyb.3) заготовка, хранение(τοῦ οἴνου καὴ τῶν ἀκροδρύων Diod.)
4) (поданное) кушанье, блюдо Polyb., Plut.5) смежность, близость, соседство(τῆς πόλεως Polyb.)
6) изложение, перечисление(τῶν μαρτυριῶν Diog.L.)
7) предложение, рекомендация, совет(αἱ τῶν φίλων παραθέσεις Polyb.)
8) паратеза ( род или прием гимнастической борьбы) Plut.9) грам. рядоположение, (простое) словосочетание (напр. Διόσ-κοροι, в отличие от σύνθεσις словосложение, напр. Διο-γενής)
См. также в других словарях:
κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… … Dictionary of Greek
λιμναγενής — λιμναγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στην τοποθεσία Λίμναι τής Αθήνας, κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + γενής (< γένος), πρβλ. Διο γενής, θεο γενής] … Dictionary of Greek
διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του … Dictionary of Greek
ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to bear Deutsche Übersetzung: “erzeugen” Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj … Proto-Indo-European etymological dictionary