Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διορθ

См. также в других словарях:

  • θυρσίων — θυρσίων, ὁ (Α) [θύρσος] 1. μέρος ψαριού [«τούτου τοῡ ἰχθύος (τού καρχαρία) μέρος (ίσως διορθ. εἶδος) ἐστί καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων», Αθήν.] 2. ψάρι που μοιάζει με δελφίνι …   Dictionary of Greek

  • κέρνας — κέρνας, ὁ (Α) ιερέας που έφερε το κέρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν[aς] …   Dictionary of Greek

  • νυμφοτερείς — νυμφοτερεῑς ἡ, κατά διόρθ., νυμφοτήρεις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρχοντες τινες». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τερής (< τείρω «εξαντλώ»), πρβλ. κυκλο τερής] …   Dictionary of Greek

  • οικιτιεύς — οἰκιτιεύς ή, κατά διόρθ., οἰκετιεύς, ο (Α) κωμική λέξη για τον οικέτη («δεῑν γὰρ οὕτως ἔχειν Περσαῑον Ζήνωνος οἰκιτιέα», Βίων στον Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού οἰκέτης, για λογοπαίγνιο στη λ. Κιτιεύς] …   Dictionary of Greek

  • οπίσσωτρον — ὀπίσσωτρον και κατά διόρθ. ἐπίσσωτρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἁψὶς τοῡ τροχοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + σῶτρον «ξύλινη περιφέρεια τροχού»] …   Dictionary of Greek

  • οχθάσθαι — ὀχθᾱσθαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῡ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὀχθεῖσθαι] …   Dictionary of Greek

  • πανλώβητος — και κατά διόρθ. παλλώβητος, ον, Α εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεντυγχάνω — Α [εντυγχάνω] 1. συναντώ κατά τύχη 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. πληθ. ως διόρθ. τού παρατυγχάνοντες κατά Επιφάν.) οἱ παρεντυγχάνοντες οι αναγνώστες …   Dictionary of Greek

  • παρισόχρονος — ον, Α (πιθ. διόρθ. περισσόχρονος) ο σχεδόν σύγχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσόχρονος] …   Dictionary of Greek

  • πατραλίτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που αμαρτάνει απέναντι στον πατέρα του («πατραλίτορα γαμβρόν» [διόρθ. πατραλιτήριον], Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + θ. ἀλιτ τού ἀλιταίνω «προσβάλλω, σφάλλω» + επίθημα ωρ] …   Dictionary of Greek

  • πατρικιάτος — ὁ, Μ (διόρθ. στο Έδικτο Διοκλητ.) πατρίκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patriciatus «η τάξη τών πατρικίων»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»