-
1 διορθεύω
A judging rightly of words.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθεύω
-
2 διορθόω
A make straight, Hp.Art.38.2 δ. λόγον tell my tale aright, Pi.O.7.21.II set right, restore to order, Isoc.9.47; δ. λόγοις ἔριν make up a quarrel, E.Hel. 1159 (lyr.); δ. ἀδικήματα amend them, Plb.4.24.4; δ. τὴν Ἰλιάδα correct or revise it, Plu.Alex.8, cf. Alc.7 ([voice] Pass.), Porph.Plot.7, al.:—[voice] Med., amend for oneself,διορθοῦσθαι τὰ μέλλοντα Isoc.4.181
;τἀγνοούμενα D.Ep.1.3
;σφᾶς αὐτούς Plb.24.10.12
; δ. πίστιν make good, redeem it, Id.1.7.12; pay off,Id.
12.28.5 (cf. 111); maintain in argument, Aeschin.2.112:—but freq. like [voice] Act., (Crete, ii B. C.);δ. τὴν Ἰλλυριῶν ἄγνοιαν Plb.3.16.4
, etc.; also διορθοῦσθαι ὑπέρ τινος take full security for.., D.33.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθόω
-
3 διορθτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθτέον
-
4 διόρθωμα
A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς .. ib.37; means of correction, Arist.Pol. 1284b20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόρθωμα
-
5 διόρθωσις
A making straight, as in the setting of a limb, Hp.Off.16, cf. Mochl.38; setting straight, restoration,οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol. 1321b21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόρθωσις
-
6 διορθωτέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτέος
-
7 διορθωτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτήρ
-
8 διορθωτής
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτής
-
9 διορθωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτικός
-
10 κατόρθωμα
A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM 1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.).2 that which is done rightly, virtuous action, in pl., opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κ., Stoic.3.134.4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόρθωμα
См. также в других словарях:
θυρσίων — θυρσίων, ὁ (Α) [θύρσος] 1. μέρος ψαριού [«τούτου τοῡ ἰχθύος (τού καρχαρία) μέρος (ίσως διορθ. εἶδος) ἐστί καὶ ὁ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλούμενος θυρσίων», Αθήν.] 2. ψάρι που μοιάζει με δελφίνι … Dictionary of Greek
κέρνας — κέρνας, ὁ (Α) ιερέας που έφερε το κέρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν[aς] … Dictionary of Greek
νυμφοτερείς — νυμφοτερεῑς ἡ, κατά διόρθ., νυμφοτήρεις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρχοντες τινες». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + τερής (< τείρω «εξαντλώ»), πρβλ. κυκλο τερής] … Dictionary of Greek
οικιτιεύς — οἰκιτιεύς ή, κατά διόρθ., οἰκετιεύς, ο (Α) κωμική λέξη για τον οικέτη («δεῑν γὰρ οὕτως ἔχειν Περσαῑον Ζήνωνος οἰκιτιέα», Βίων στον Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού οἰκέτης, για λογοπαίγνιο στη λ. Κιτιεύς] … Dictionary of Greek
οπίσσωτρον — ὀπίσσωτρον και κατά διόρθ. ἐπίσσωτρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἁψὶς τοῡ τροχοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + σῶτρον «ξύλινη περιφέρεια τροχού»] … Dictionary of Greek
οχθάσθαι — ὀχθᾱσθαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῡ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὀχθεῖσθαι] … Dictionary of Greek
πανλώβητος — και κατά διόρθ. παλλώβητος, ον, Α εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»] … Dictionary of Greek
παρεντυγχάνω — Α [εντυγχάνω] 1. συναντώ κατά τύχη 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. πληθ. ως διόρθ. τού παρατυγχάνοντες κατά Επιφάν.) οἱ παρεντυγχάνοντες οι αναγνώστες … Dictionary of Greek
παρισόχρονος — ον, Α (πιθ. διόρθ. περισσόχρονος) ο σχεδόν σύγχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσόχρονος] … Dictionary of Greek
πατραλίτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που αμαρτάνει απέναντι στον πατέρα του («πατραλίτορα γαμβρόν» [διόρθ. πατραλιτήριον], Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + θ. ἀλιτ τού ἀλιταίνω «προσβάλλω, σφάλλω» + επίθημα ωρ] … Dictionary of Greek
πατρικιάτος — ὁ, Μ (διόρθ. στο Έδικτο Διοκλητ.) πατρίκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patriciatus «η τάξη τών πατρικίων»] … Dictionary of Greek