-
41 τόνος
ο1) ударение; 2) тон (в разн. знач);μιλώ.με τόνο — говорить повышенным тоном;
μιλώ με επιτακτικό τόνο — говорить повелительным тоном;
δίνω τον τόνο — задавать тон (чему-л.);
δίνω τόνο στη συζήτηση — оживить беседу;
3) муз. лад, тональность;μείζων (ελάσσων) τόν — мажорный (минорный) лад;
4) мед. тонус -
42 έδινον
-
43 ἔδινον
-
44 ένδινον
ἐν-δίνωthresh out on the: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐν-δίνωthresh out on the: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
45 ἔνδινον
ἐν-δίνωthresh out on the: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐν-δίνωthresh out on the: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
46 ενδινόντων
ἐν-δίνωthresh out on the: pres part act masc /neut gen plἐν-δίνωthresh out on the: pres imperat act 3rd pl -
47 ἐνδινόντων
ἐν-δίνωthresh out on the: pres part act masc /neut gen plἐν-δίνωthresh out on the: pres imperat act 3rd pl -
48 δῑνέω
δῑνέω, im Kreise herumdrehen, treiben, herumschwingen; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 3 Δινεῖν· συστρέφειν; σόλον, die Wurfscheibe vor dem Wurfe im Kreise umschwingen, Il. 23, 840; μοχλόν, (in des Kyklopen Auge) herumdrehen, Odyss. 9, 384. 388; ἵππους, ἀσπίδα, Aesch. Spt. 444. 472, wie Theocr. 24, 10; ὄμμα Eur. Or. 1459; λίνον, vom Fächer, Strat. 22 (XII, 180); auch in sp. Prosa, Dion. Hal. 1, 15. – Im pass., sich herumdrehen, umherschweifen; νῆσον ϑαυμάζοντες ἐδινεόμεσϑα κατ' αὐτήν Od. 9, 153; πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηϑῆναι πλαζόμενος 16, 63; Pind. κατὰ τριόδων ἐδινάϑην P. 11, 38; von einem Verwundeten Odyss 22, 85 περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσε δινηϑείς, var. lect. ἰδνωϑείς, s. Scholl.; ὄσσε δινείσϑην, vom Umherrollen der Augen, Il. 17, 680; ἐπὶ τροχοῠ δινεῖσϑαι Plat. Euthyd. 294 e; vom Tänzer, Xen. An. 5, 9, 9. – Auch das act. steht in dieser Bdtg, vom Tänzer, sich im Kreise herumdrehen, Il. 18, 494; ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον Ap. Rh. 2, 695; βλεφάροις, irr umherblicken, Eur. Or. 837. – Homerische compos. ἀμφιδινέω, ἐπιδινέω, περιδινέω; στρεφεδινέω; vgl. δινεύω, δινόω und δίνω.
-
49 ανάποδη
η1) прям., перен. изнанка, обратная сторона;από την ανάποδη — а) наизнанку; — б) перен. навыворот;
τό πήρε από την ανάποδη — он всё понял шиворот-навыворот;
2) ворчунья;§ δίνω μιάν ανάποδη — влепить оплеуху;
λέγω κι· απ· την καλή κι' απ' την ανάποδη — говорить напрямик
-
50 αφορμή
η1) повод, предлог; удобный случай;δίνω αφορμή ( — по)давать повод;
παίρνω ( — или λαβαίνω) αφορμή — находить повод;
ζήτώ ( — или γυρεύω) αφορμή — искать повода;
2) повод, основание, причина;δεν είχα αφορμή να τον επιπλήξω — у меня не было основания упрекать его;
3) воспаление (раны и т. п.);4) упрёк, обвинение (чаще несправедливое);§ αφορμή δεν είχαμε και τη διακονέψαμε — погов, привычка браниться никуда не годится
-
51 βάψιμο
-
52 γεύμα
-
53 γνώρα
-
54 γνωριμία
γνωριμιά η1) знакомство;τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;
έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;
έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;
κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;
2) ознакомление -
55 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
56 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
57 δεκάρα
η1) монета в десять лепт; 2) небольшая сумма денег;§ άνθρωπος της δεκάρας — ничтожный человек, ничтожество;
πράγμα της δεκάρας — пустяковая вещь;
δεκάρα δεν αξίζει — ломаного гроша не стоит;
δεκάρα δε δίνω — а) гроша не давать (ас что-л.); — б) мне до/этого нет дела, меня это не касается
-
58 δεξίωση
[-ις (-εως)] η,1) радушный приём; 2) приём (официальный);κάνω ( — или δίνω) δεξίωση — устраивать приём
-
59 δημοσιότητα
[-ης (-ητος)] η публичность, гласность;δημοσιότητα της διαδικασίας — гласность суда;
δίνω στην εύρεία δημοσιότητα — предавать широкой гласности
-
60 διάρα
η монета в две лепты;§ δε δίνω διάρα — не давить и гроша
См. также в других словарях:
δίνω — thresh out on the pres subj act 1st sg δίνω thresh out on the pres ind act 1st sg δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) δινόω turn with a lathe pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δινόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — δίνω, έδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δινώ — (I) δινῶ ( έω) (Α) βλ. δινεύω. (II) δινῶ ( όω) (Μ) [δίνος] στρογγυλεύω κάτι με τόρνο … Dictionary of Greek
δίνω — έδωσα, δόθηκα, δοσμένος 1. παραχωρώ σε άλλον, εκχωρώ, χαρίζω: Μου έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο. 2. πληρώνω: Δίνει αρκετά στους εργαζόμενους; 3. παντρεύω: Ο πατέρας της την έδωσε με το ζόρι. 4. πουλώ: Δίνω το αυτοκίνητό μου, για να αγοράσω καινούριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δινῶ — δινάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δινέω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δινέω whirl pres ind act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινῷ — δινάζω fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῳ — Δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῳ — δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνει — δίνω thresh out on the pres ind mp 2nd sg δίνω thresh out on the pres ind act 3rd sg δινέω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δινέω whirl imperf ind act 3rd sg (attic epic) δί̱νει , δινεύω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δί̱νει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)