-
1 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
2 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
3 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
-
4 εμπόριο(ν)
το торговля; коммерция;χονδρικό (λιανικό) εμπόριο(ν) — оптовая (розничная) торговля;
εισαγωγικό εμπόριο(ν) — импорт;
εξαγωγικό εμπόριο(ν) — экспорт;
εξωτερικό (εσωτερικό) εμπόριο(ν) — внешняя (внутренняя) торговля;
κρατικό (ιδιωτικό) εμπόριο(ν) — государственная (частная) торговля
-
5 κρατικός
-
6 μονοπώλιο(ν)
τό1) е разя. знач монополия;κρατικό μονοπώλιο(ν) — государственная монополия;
τα ξένα μονοπώλια — иностранные монополии;
τό μονοπώλιο(ν) τού εξωτερικού εμπορίου — монополия внешней торговли;
2) перен. монопольное право (на что-л.);έχει το μονοπώλιο(ν) της φιλοπατρίας; — он считает только себя настоящим патриотом;
έχει το μονοπώλιο(ν) της σοφίας — он считает себя единственным мудрецом
-
7 μονοπώλιο(ν)
τό1) е разя. знач монополия;κρατικό μονοπώλιο(ν) — государственная монополия;
τα ξένα μονοπώλια — иностранные монополии;
τό μονοπώλιο(ν) τού εξωτερικού εμπορίου — монополия внешней торговли;
2) перен. монопольное право (на что-л.);έχει το μονοπώλιο(ν) της φιλοπατρίας; — он считает только себя настоящим патриотом;
έχει το μονοπώλιο(ν) της σοφίας — он считает себя единственным мудрецом
См. также в других словарях:
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θεσσαλονίκης, Κρατικό — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1997 και στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο της παλαιάς Μονής Λαζαριστών, ένα καθολικό μοναστήρι του 19ου αι. στο δήμο Σταυρούπολης, στη δυτική Θεσσαλονίκη. Πρόσφατα στο μουσείο απέκτησε ένα χώρο στο λιμάνι της πόλης ενώ… … Dictionary of Greek
Εθνικό θέατρο — Κρατικό θέατρο της Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1930. Το 1901 ιδρύθηκε το Βασιλικό Θέατρο,τοοποίο στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 22. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1895 1901, σε σχέδια του Γερμανού… … Dictionary of Greek
Ερμιτάζ — Κρατικό μουσείο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας. Αποτελεί το μεγαλύτερο μουσείο τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού της Ρωσίας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Αρχικός πυρήνας του ήταν τα έργα τέχνης που συγκέντρωσε η Αικατερίνη B’… … Dictionary of Greek
Μπολσόι — (Κρατικό Ακαδημαϊκό θέατρο της Ρωσίας). Κορυφαίο θέατρο της Μόσχας, κέντρο της παγκόσμιας κουλτούρας, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ρωσικής μουσικοθεατρικής τέχνης. Χτίστηκε το 1824 από τον αρχιτέκτονα O.I. Μπόβε πάνω σε σχέδια του… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
Βασίλιεφ — (Vasiliev). Ρώσοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ψευδώνυμο με το οποίο παρουσίασαν ως αδελφοί διάφορες ταινίες που σκηνοθέτησαν μαζί. Ο πρώτος, ο Γκεόργκι Νικολάγεβιτς Β. (1899 1946) σπούδασε στη θεατρική σχολή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek